Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τιγροειδής

См. также в других словарях:

  • τιγροειδής — ές, ΝΑ όμοιος με τίγρη και, ιδίως, αυτός που έχει ραβδωτό δέρμα σαν τής τίγρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίγρις + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • τιγροειδεῖς — τιγροειδής like a tiger masc/fem acc pl τιγροειδής like a tiger masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

  • μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… …   Dictionary of Greek

  • ՎԱԳՐԱԿԵՐՊԵԱՆ — ( ) NBH 2 0769 Chronological Sequence: 10c, 13c ա. τιγροειδής speciem tigridis habens. Ունօղ զկերպարան կամ զնմանութիւն ինչ վագեր. *Զարդարէր եւ վագրակերպեան սաղաւարտովն (կամ սաղաւարտաւն) զգեղեցիկն զգլուխն. Կաղանկտ.: յորմէ եւ Ուռպ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»