-
1 τιγροειδής
τιγροειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιγροειδής
-
2 τιγροειδής
ης, ες тигровый -
3 τιγροειδής
τιγρο-ειδής, ές, tigerartig, bes. fleckig wie ein Tiger -
4 τιγροειδείς
τιγροειδήςlike a tiger: masc /fem acc plτιγροειδήςlike a tiger: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
5 τιγροειδεῖς
τιγροειδήςlike a tiger: masc /fem acc plτιγροειδήςlike a tiger: masc /fem nom /voc pl (attic epic)
См. также в других словарях:
τιγροειδής — ές, ΝΑ όμοιος με τίγρη και, ιδίως, αυτός που έχει ραβδωτό δέρμα σαν τής τίγρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίγρις + ειδής*] … Dictionary of Greek
τιγροειδεῖς — τιγροειδής like a tiger masc/fem acc pl τιγροειδής like a tiger masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… … Dictionary of Greek
ՎԱԳՐԱԿԵՐՊԵԱՆ — ( ) NBH 2 0769 Chronological Sequence: 10c, 13c ա. τιγροειδής speciem tigridis habens. Ունօղ զկերպարան կամ զնմանութիւն ինչ վագեր. *Զարդարէր եւ վագրակերպեան սաղաւարտովն (կամ սաղաւարտաւն) զգեղեցիկն զգլուխն. Կաղանկտ.: յորմէ եւ Ուռպ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)