Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

της

  • 121 peninsular

    adjective (of or like a peninsula.) της χερσονήσου

    English-Greek dictionary > peninsular

  • 122 pontoon

    I [pon'tu:n] noun
    (one of the flat-bottomed boats used to support a temporary roadway (a pontoon bridge) across a river etc.) πλωτό βάθρο γέφυρας
    II [pon'tu:n] noun
    (a kind of card-game.) εικοσιένα(παιχνίδι της τράπουλας)

    English-Greek dictionary > pontoon

  • 123 president

    ['prezidənt]
    1) (the leading member of a club, association etc: She was elected president of the Music Society.) πρόεδρος
    2) (the leader of a republic: the President of the United States.) πρόεδρος της δημοκρατίας

    English-Greek dictionary > president

  • 124 public opinion poll

    (a way of finding out public opinion by questioning a certain number of people.) σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης

    English-Greek dictionary > public opinion poll

  • 125 rickshaw

    ['rikʃo:]
    (in Japan etc, a small two-wheeled carriage pulled by a man.) χειράμαξα-ταξί της Άπω Ανατολής

    English-Greek dictionary > rickshaw

  • 126 riot

    1. noun
    (a noisy disturbance created by a usually large group of people: The protest march developed into a riot.) ταραχή, διασάλευση της δημόσιας τάξης
    2. verb
    (to form or take part in a riot: The protesters were rioting in the street.) διαδηλώνω βίαια
    - riotous
    - riotously
    - riotousness
    - run riot

    English-Greek dictionary > riot

  • 127 root crop

    (plants with roots that are grown for food: The farm has three fields of root crops.) φυτό για παραγωγή της ρίζας

    English-Greek dictionary > root crop

  • 128 sacramental

    [-'men-]
    adjective των μυστηρίων,της μεταλήψεως

    English-Greek dictionary > sacramental

См. также в других словарях:

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • Τῆς ῥινὸς ἔλκειν. — τῆς ῥινὸς ἔλκειν. См. Водить за нос …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τῆς παιδείας τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. — Τῆς παιδείας (ἔφη Ἀριστοτέλης) τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. См. Корень ученья горек, а плоды сладки …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τῆς — ὁ lentil fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τῇς — ὁ lentil fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τῆς αὐτῆς κεραμείας. — См. Из одной глины …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • διατήρησης, αρχή της- — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική και αναφέρεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία σε όλα τα φαινόμενα που αφορούν την εξέλιξη ενός κλειστού συστήματος στον χρόνο, ένα ή περισσότερα φυσικά μεγέθη διατηρούν σταθερή την τιμή τους. Ένας νόμος… …   Dictionary of Greek

  • περιβολής, έριδα της- — Έτσι είναι γνωστή στην ευρωπαϊκή ιστορία η μακρόχρονη και οξύτατη πολιτικοθρησκευτική σύγκρουση ανάμεσα στον πάπα και στον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η έριδα κράτησε από το 1075 ώς το 1122 και είχε ως αφορμή την απόπειρα του… …   Dictionary of Greek

  • Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»