Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

της

  • 101 jet-lag

    noun (symptoms such as tiredness and lack of concentration caused by flying a long distance in a short period of time.) κόπωση των υπερπόντιων πτήσεων (λόγω αλλαγής της ώρας)

    English-Greek dictionary > jet-lag

  • 102 keep the ball rolling

    (to start or keep something going, especially a conversation: He can be relied on to start the ball rolling at parties.) ξεκινώ διαδικασία ή/και κρατάω αμείωτο το ρυθμό της

    English-Greek dictionary > keep the ball rolling

  • 103 keep-fit

    noun (a series or system of exercises, usually simple, intended to improve the physical condition of ordinary people, especially women: She's very keen on keep-fit but it doesn't do her much good; ( also adjective) keep-fit exercises.) γυμναστική (για τη διατήρηση της σιλουέτας)

    English-Greek dictionary > keep-fit

  • 104 kiss of life

    (a mouth-to-mouth method of restoring breathing.) φιλί της ζωής

    English-Greek dictionary > kiss of life

  • 105 lateness

    noun (το) προχωρημένο της ώρας

    English-Greek dictionary > lateness

  • 106 lifetime

    noun (the period of a person's life: He saw many changes in his lifetime.) διάρκεια της ζωής

    English-Greek dictionary > lifetime

  • 107 live up to one's reputation

    (to behave or do as people expect one to.) φαίνομαι αντάξιος της φήμης μου

    English-Greek dictionary > live up to one's reputation

  • 108 maternal

    [mə'tə:nl]
    1) (of or like a mother: maternal feelings.) μητρικός
    2) (related on the mother's side of the family: my maternal grandfather.) από το σόι της μητέρας μου

    English-Greek dictionary > maternal

  • 109 menfolk

    noun plural (male people, especially male relatives: The wives accompanied their menfolk.) άντρες της οικογένειας

    English-Greek dictionary > menfolk

  • 110 midway

    [mid'wei]
    adjective, adverb
    (in the middle of the distance or time between two points; halfway: the midway point.) στα μισά(της απόστασης)

    English-Greek dictionary > midway

  • 111 morning-after pill

    noun (a contraceptive pill that a woman can take soon after having sex.) αντισυλληπτικό `χάπι της επόμενης μέρας`

    English-Greek dictionary > morning-after pill

  • 112 Mountie

    [-ti]
    noun (a member of the Royal Canadian Mounted Police.) μέλος της έφιππης καναδέζικης αστυνομίας

    English-Greek dictionary > Mountie

  • 113 night-time

    noun (the time when it is night: Owls are usually seen at night-time.) νύχτα,διάστημα της νύχτας,νυχτερινές ώρες

    English-Greek dictionary > night-time

  • 114 nutritional

    adjective τροφικός,της διατροφής

    English-Greek dictionary > nutritional

  • 115 on one's honour

    (an expression used to emphasize the truth and solemnity of something which is said: Do you swear, on your honour, never to reveal what you see here?) στο λόγο της τιμής μου

    English-Greek dictionary > on one's honour

  • 116 operatic

    [-'ræ-]
    adjective (of, or relating to, opera: an operatic society; an operatic singer.) οπερατικός,της όπερας

    English-Greek dictionary > operatic

  • 117 p

    1) (( written abbreviation) - plural pp - page(s): Summarize pp 30-32.) (συντομογραφία)σελίδα
    2) ([pi:] ( abbreviation) pence, penny: The price is 85p.) πένα (υποδιαίρεση της Αγγλικής λίρας)

    English-Greek dictionary > p

  • 118 peep-hole

    noun (a hole (in a door etc) through which one can look.) ”μάτι”της πόρτας

    English-Greek dictionary > peep-hole

  • 119 peer

    I [piə] noun
    1) (a nobleman (in Britain, one from the rank of baron upwards).) ευγενής/μέλος της Βουλής των Λόρδων
    2) (a person's equal in rank, merit or age: The child was disliked by his peers; ( also adjective) He is more advanced than the rest of his peer group.) συνομίλικος/ομότιμος
    - peeress
    - peerless
    II [piə] verb
    (to look with difficulty: He peered at the small writing.) κοιτάζω με προσπάθεια/ερευνητικά

    English-Greek dictionary > peer

  • 120 pelvic

    adjective πυελικός,της λεκάνης

    English-Greek dictionary > pelvic

См. также в других словарях:

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • Τῆς ῥινὸς ἔλκειν. — τῆς ῥινὸς ἔλκειν. См. Водить за нос …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τῆς παιδείας τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. — Τῆς παιδείας (ἔφη Ἀριστοτέλης) τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. См. Корень ученья горек, а плоды сладки …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τῆς — ὁ lentil fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τῇς — ὁ lentil fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τῆς αὐτῆς κεραμείας. — См. Из одной глины …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • διατήρησης, αρχή της- — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική και αναφέρεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία σε όλα τα φαινόμενα που αφορούν την εξέλιξη ενός κλειστού συστήματος στον χρόνο, ένα ή περισσότερα φυσικά μεγέθη διατηρούν σταθερή την τιμή τους. Ένας νόμος… …   Dictionary of Greek

  • περιβολής, έριδα της- — Έτσι είναι γνωστή στην ευρωπαϊκή ιστορία η μακρόχρονη και οξύτατη πολιτικοθρησκευτική σύγκρουση ανάμεσα στον πάπα και στον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η έριδα κράτησε από το 1075 ώς το 1122 και είχε ως αφορμή την απόπειρα του… …   Dictionary of Greek

  • Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»