-
61 вода
1. (жидкость, представляющая собой соединение водорода с кислородом) το ύδωρразг. το νερόаммиачная - αμμωνιακό -, η υδαρής αμμωνίαдистиллированная - αποσταγμένο/απεσταγμένο -жёлтая - мед. το γλαύκωμαжёсткая - σκληρό -, ασβεστούχο -забортная - мор. θαλάσσιο -зельтерская - см. сельтерская -малая - мор. η ρηχία- θαλάσσηςмытьевая - πλυσίμα-τος/πλύσηςобессоленная - см. опресненная -оборотная - см. циркуляционная -отходящая - см. отработавшая -охлаждающая - ψύξης, ψυκτικό -охлаждённая - κρυο/κρυωμένο -питательная - (котла) мор. - τροφοδότησης (λέβητα), τροφοδοτικό -полная - мор. η πλήμμηполная квадратурная - η πλήμμη διχοτομικής παλίρροιας, η πλήμμη παλίρροιας τετραγωνισμούпроточная - τρεχούμενο -, ρέον -рабочая мор. - λειτουργίαςсбросная - см. отработавшая -солёная - см. морская -тяжелая - физ. βαρύ - (D20)химически связанная - χημι-κά/χημικώς ηνωμένο/ενωμένο -2. -ы мн. τα ύδατα (πλ)· грунторые - υπόγεια -сточные - ακάθαρτα -, τα βροχόνερα3. -ы мед. τα νεράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вода
-
62 масло
το έλαι/ο, το λάδιантраценовое - (хим.тех.) το ανθρακενιέλαιοгустое - πυκνό -, παχύ -дизельное - το ντίζελ/die-selкасторовое - το ρετσινόλαδο, το ρετσινέλαιοкукурузное - το καλαμποκέλαιο, το λάδι αραβόσιτουкунжутное - см. сезамовое -льняное - του λινόσπορου, το λινέλαιοмашинное - της μηχανής, το μηχανέλαιοминеральное - ορυκτό -, το ορυκτέλαιοподсолнечное - το σπορέλαιο, το ηλιέλαιοрезиновое - ρητίνης, το ρητινέλαιοсоевое - σόγιας, το σογιέλαιοсоляровое - см. соляртерпентинное - см. скипидартоплёное - το λειωμένο βούτυρο, το βούτυρο μαγειρικήςтрансформаторное - μετασχηματιστών (πλ.)турбинное - (αεροστροβίλου/τουρμπίναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масло
-
63 разделение
1. (деление на части) о (δια)χωρισμός, η διαίρεση, η κατανομή- времени вчт. η κατανομή του χρόνου (λειτουργίας του υπολογιστή κατά την ταυτόχρονη εξυπηρέτηση πολλών χρηστών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разделение
-
64 характеристика
1. (документ) η επιστολή 2. (описание, определение отличительных свойств) η περιγραφή, ο χαρακτηρισμός, το χαρακτηριστικόпадающая эл. - πτωτική -эксплуатационная - οι οδηγείες εκμετάλλευ-σης/λειτουργίας 3 (логарифма) мат. το χαρακτηριστικό (του λογαρίθμου)4. (характеристическая кривая) η χαρακτηριστική (καμπύλη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > характеристика
-
65 цикл
ο κύκλ/ος, το κύκλωμαвключать оборудование в замкнутый - συνδέω τον εξοπλισμό σε κλειστό - о выходить из - а βγαίνω από τον - οорнитиновый хим. - της ορνιθίνηςпредельный - эл. οριακός -сердечный - мед. καρδιακός -- του OttoРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цикл
-
66 секрет
секрет 1-а α.1. μυστικό, κρυφό, απόρρητο•держать в -е κρατώ μυστικό•
выдать секрет προδίνω (λέγω, βγάζω) το μυστικό.
|| κρυφή αιτία•знать секрет приготовления γνωρίζω το μυστικό κατασκευής•
секрет изобретения το μυστικό της εφεύρεσης•
ларец с -ом το κουτί της Πανδώρας•
секрет успеха το μυστικό της επιτυχίας.
2. μηχανισμός μυστικής λειτουργίας•замок с -ом κλείδωνιά με μυστικό.
3. προχωρημένο καλυμμένο φυλάκιο.εκφρ.по -у ή под -ом – μυστικά, κρυφά, υπο εχεμύθεια.секрет 2-а σ., έκκριμα αδένων. -
67 газ
το αέριοсбрасывать - (авто) μειώνω/ρίχνω την ταχύτηταблагородный - ευγενές/αδρανές -болотный - των ελών/βάλτων, το μεθάνιοвредный - επιβλαβές -, βλαβερό -выхлопной - εξαγωγής, το καυσαέριοгремучий - εκρηκτικό -, ελώδες -сжиженный - υγροποιημένο -, το υγραέριο-ядовитый - τοξικό/δηλητηριώδης -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газ
-
68 защита
1. тех. η προστασί/α, η ασφάλειαбалансная эл. - ευστάθειαςбыстродействующая - эл. άμεση -- корпуса анодная мор. - του σκάφους διά ανοδίωνосновная - эл. κύρια -- от ржавчины - από σκωρία/σκουριάпротекторная мор. - μέσω ανοδίων ψευδαργύρουпротивопожарная - ηπυροπροστασία, η πυρασφάλειαрадиационная - το σύνολο των μέσων προστασίαςαπό ακτινοβολία/ραδιενέργεια2. юр. η υπερά-σπισ/η, η προστασία 3. (в спорте) η άμυνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защита
-
69 излучение
η ακτινοβολίαрадиоактивное - ραδιενεργός -, η ραδιενέργειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > излучение
-
70 контакт
η επαφ/ή, η ένωσηзамыкать - κλείνω/συνδέω την -, ενώνω τις - έςблокировочный - του φράγματος/μπλοκαρίσματοςнеподвижный - σταθερή -, ακίνητη -сигналь-но-блокировочный - σήματος του φραγμού/μπλοκαρίσματοςтормозной - πέ-δης/φρένουштыковой - μάχαιρας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контакт
-
71 машина
1. (механизм) το μηχάνημα, η μηχανήбетонирующая - παροχής σκυροδέματος, η μπετονιέραбрикетировочная (αχ.) - κατασκευής δεματίων/μπρικбумагоделательная - κατασκευής χαρτιού/χαρτοποιίαςволокноотдели-тельная - διαχωρισμού των ινών/νημάτωνвязальная текст. - η μηχανή πλεξίματος- для брикетирования кормов - δεματοποίησης των ζωοτροφών, κατασκευής μπρίκ των ζωοτροφώνземлеройная - εκσκαφής, εκσκαπτικό/χωματουρ-γικό -зерноочистительная - καθαρισμού των δημητριακών, η λιχνιστική μηχανήзолотопромывочная - πλυσίματος/εξό-ρυξης του χρυσούклепальная - καρφώματος/πριτσινίσματοςкопировально-множительная - το εκτυπωτικό σύστημα όφσετ(παλαιότερα η λιθογραφία)лесовалочная - κοπής/ξύ-λευσης του δάσουςмаркировочная - σήμανσης/μαρκαρίσματοςотделочная - τελειώματος/φινιρίσματοςпосадочная лес. - φύτευσηςрулевая - του πηδαλίου/τιμονιούсветокопировальная - φωτοτυπικό -, το φωτοτυπικόсортировочная - см. сортировальная -уборочная с.-х. - η συλλεκτι-κή/θεριστική μηχανήупаковочная - δεματοποίισης/πακεταρίσματοςчесальная - ξέσης, ο ξάντηςэлектронно-вычислительная(ЭВМ) - ο ηλεκτρικός υπολογιστής (Η/Υ)το κομπιούτερ (ξεν.)2. (двигатель) η μηχανή,ο κινητήραςпаровая - ατμοκίνητη -, η ατμομηχανήрулевая мор. - πηδαλίου3. (автомобиль) το αυτοκίνητο, το όχημαлегковая - επιβατικό -, разг. το αμάξιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > машина
-
72 полоса
1. (узкая пластинка) η λωρίδα 2. (цветовая линия) η γραμμή, η λωρίδα 3. (προκ.) η ταινία, η λάμα 4. (сортового металла) η λάμα 5. полигр. η στήλη, η σελίδα 6. (зона, пояс) η ζώνηветрозащитная - η σειρά των δέντρων ή θάμνων (γύρω από τα χωράφια) για την προστασία από τους ανέμουςвзлётно-посадочная - (ΒΠΠ) см. взлётно -посадочная полоса лесозащитная - προστατευτική - του δάσουςполезащитная - η (γύρω-γύρω) σειρά δέντρων ή θάμνων για την προστασία των χωραφιών- частот боковая πλευρική - των συχνοτήτων, οι πλευρικές συχνότητεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полоса
-
73 температура
1. физ. η θερμοκρασία- ζέσηςкомнатная - δωματίου/περιβάλλοντος2. мед. о πυρετός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > температура
-
74 ἐκ-δύω
ἐκ-δύω (s. δύω), ausziehen; Hom. in tmesi, ἐκ μέν με χλαῖναν ἔδυσαν Od. 14, 341; ἐκδύων ἐμὲ χρηστηρίαν ἐσϑῆτα Aesch. Ag. 1242; χλαινίον Ep. ad. 20 (XII, 40); auch ohne Zusatz- τινὰ ἐκδύειν, Einem die Kleider ausziehen u. ihn derselben berauben, Dem. 24, 204; vgl. Xen. Cyr. 1, 3, 17. – So pass., τὸ μὴ ἐκδυϑῆναι Antiph. 2 β 5; ἐπάν τις ἐκδυϑῇ Alexis Ath. VI, 227 d; ἅμα κιϑῶνι ἐκδυομένῳ Her. 1, 8; φάσκων χιτωνίσκον ἐκδεδύσϑαι, neben ϑοιμάτιον ἀποδεδύσϑαι, er sagt, es sei ihm das Kleid ausgezogen worden, Lys. 10, 10; vgl. Μαρσύας τὸ δέρμα ἐκδύεται, es wird ihm die Haut abgezogen, Palaeph. 48, 3. – Med., a) sich ausziehen, ablegen; τεύχεα ἐξεδύοντο Il. 3, 114; τὴν ἐξωμίδ' ἐκδυώμεϑα Ar. Lys. 662; ohne acc., ibd. 688, wie Xen. Hell. 3, 4, 19. So wird auch ἐκδύνω gebraucht, μαλακὸν δ' ἔκδυνε χιτῶνα Od. 1, 437; Her. 1, 9; ἐκδύνουσι τὸ κέλυφος Arist. H. A. 5, 17. Eben so aor. II., εἴ πώς οἱ ἐκδὺς χλαῖναν πόροι Od. 14, 460, wie Xen. Cyr. 1, 4, 26; übertr., τὸ γῆρας ἐκδύς Ar. Pax 336, wie τὸ ἄγριον Plut. Pomp. 28, die Wildheit ablegen; perf. ἐκδεδυκώς, Men. Harpocr. 116, 22. – b) herauskommen, herausgehen; ἐκδὺς μεγάροιο Od. 22, 334; entkommen, entgehen, δίκης Eur. Suppl. 432; ἐκδὺς καὶ ἀνακύψας ἐκ τῆς ϑαλάσσης, hervortauchen, Plat. Phaed. 109 d; auch τί, z. B. νῶϊν δ' ἐκδῠμεν ὄλεϑρον Il. 16, 99; ἐκδεδυκέναι τὰς λειτουργίας, sich entziehen, Dem. 20, 1; τὸν φϑόνον Plut. Pomp. 30; – ἔκδυϑι, als att. erwähnt, B. A. 41.
-
75 εκδυω
(fut. ἐκδύσω, aor. 1 ἐξεδῡσα; pass.: aor. ἐξεδύθην, pf. ἐκδέδυμαι; в неперех. знач. aor. 2 ἐξέδῡν, pf. ἐκδέδυκα)1) снимать, совлекать(κιθὼν ἐκδυόμενος Her.; ἐ. τινὰ χλαῖναν Hom. - in tmesi; ἐσθῆτα Aesch.; εἵματα ἐ. HH.)
ἐ. τινά Xen., Dem.; — раздевать кого-л.2) тж. med. снимать с себя(τέν στολήν Xen.; med. τεύχεα Hom.)
3) med. сбрасывать с себяἐ. τὸ δέρμα Arst. — (о змеях и др.) сбрасывать с себя кожу, линять;
ἐ. τὸ ἄγριοω Plut. — утрачивать дикость;τὸν φθόνον ἐ. Plut. — подавить в себе чувство зависти4) выходитьἐκδὺς μεγάροιο Hom. — выйдя из дому;
ἐκδὺς ἐκ τῆς θαλάττης Plat. — вынырнув из моря5) ускользать, уклоняться, избавляться, освобождаться(κακῶν Eur.; τὰς λειτουργίας Dem.)
νῶϊν ἐκδῦμεν ὄλεθρον Hom. — (чтобы) нам обоим спастись от гибели - см. тж. ἐκδύνω -
76 затвор
1. (запор, засов) η αμπάρα 2. (гид-ротехнический) о υδροφράκτης, ο υδατο-φράκτης 3. (фотографический) το κλείστρο (του διαφράγματος (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (огнестрельного оружия) το κλείστρο 5. (полевого транзистора) η πύληизолированный - απομονωμένη - (трубопровода) το επιστόμιο, η βάναгидравлический - см. водяной -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затвор
-
77 инструкция
1. (свод правил) η (τεχνική) προδιαγραφή/οδηγία- по установке - άρμοσης/τοπο-θέτησης2. (руководящие указания) η οδηγία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инструкция
-
78 интервал
1. (расстояние, промежуток, пространство) το διάστημαединичный - μονό -, μοναδικό -- импульсов мех. - των παλμών- между автомашинами самолетами и т.п. - (απόσταση) ανάμεσα σεαυτοκίνητα, αεροπλάνα κ.λπ2. (муз., физ) το διάστημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интервал
-
79 моторесурс
η διάρκεια ζωής/λειτουργίας της μηχανής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > моторесурс
-
80 надпись
η επιγραφήмаршрутная (авто) - της διαδρομής, οδική -предупредительная ав. - προειδοποιητική -эксплуатационная ав. - η πινακίδα με οδηγίες λειτουργίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > надпись
См. также в других словарях:
Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
ξηραντήρες — Συσκευές στις οποίες γίνεται η ξήρανση των στερεών ουσιών. Η αρχή της λειτουργίας τους συνίσταται στην επαφή του υλικού με θερμό αέρα, σε θερμοκρασία λιγότερο ή περισσότερο υψηλή, και στη διοχέτευση, στο εσωτερικό της συσκευής, του θερμού ακόμα… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονική — Κλάδος της σύγχρονης επιστήμης. Απαρτίζεται από σύνολο μελετών και εφαρμογών που αφορούν την πραγματοποίηση και τη λειτουργία κυκλωμάτων με καθορισμένες ιδιότητες σε συσχετισμό με ηλεκτρικά ή μαγνητικά σήματα που εισάγονται σε αυτά. Για τον… … Dictionary of Greek