-
1 τλησικάρδιος
τλησῐ-κάρδιος, ον,II enduring, <ἀ>πένθεια (v. Addenda) τ. Id.Ag. 430 (lyr.; τηξικάρδιος Auratus from Sch., τὴν καρδίαν τήκουσα). Cf. ταλακάρδιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τλησικάρδιος
См. также в других словарях:
ριζοτηξικάρδιος — ον, Μ αυτός που λειώνει, που συγκινεί την καρδιά ώς τη ρίζα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + *τηξικάρδιος (σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τήκω + καρδία, πρβλ. σπαραξι κάρδιος)] … Dictionary of Greek