-
1 τηξί-ποθος
τηξί-ποθος, durch Sehnsucht oder Verlangen schmelzend, verzehrend, ἔρωτες, Crates bei Clem. Al. p. 492.
-
2 τηξίποθος
τηξί-ποθος, durch Sehnsucht oder Verlangen schmelzend, verzehrend
См. также в других словарях:
κρυψίποθος — κρυψίποθος, ον (Α) αυτός που έχει κρυφούς πόθους, που κρύβει τις επιθυμίες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + πόθος (< ποθῶ), πρβλ. λυσί ποθος, τηξί ποθος] … Dictionary of Greek
λυσίποθος — λυσίποθος, ον (Α) αυτός που ελευθερώνει από τον πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + πόθος (< ποθῶ), πρβλ. κρυψί ποθος, τηξί ποθος] … Dictionary of Greek