-
1 τηνικαδε
(τό) adv.1) в это (самое) времяαὔριον τ. Plat. — завтра в это же время;
τί τ. ἀφῖξαι ; Plat. — отчего ты пришел в этот (ранний) час?2) тогдаἐπειδέ …, τὸ τ. Polyb. — после того, как …, тогда
-
2 αυριον
Iadv. завтра(αὔ. τηνικάδε Plat.)
II
См. также в других словарях:
τηνικάδε — at this time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηνικάδε — Α επίρρ. 1. τότε ακριβώς («τηνικάδε πιστεύσαντες τοῑς λεγομένοις παρέδοσαν τήν πόλιν», Πολ.) 2. τέτοια ώρα, τόσο νωρίς («τί τηνικάδε ἀφῑξαι, ὦ Κρίτων, ἤ οὐ πρῴ ἔτι ἐστίν;» Πλάτ.) 3. τέτοια ώρα ή τέτοια εποχή (α. «αὔριον τηνικάδε», Αιλ. β.… … Dictionary of Greek
τηνικάδ' — τηνικάδε , τηνικάδε at this time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομέταζε — Α (κατά τον Ησύχ.) «τηνικάδε» … Dictionary of Greek