-
1 τηνίκα
τηνίκα, adv. (vgl. τῆνος), Demonstrat. zum Fragewort πηνίκα, zu dieser oder jener Tageszeit, um diese bestimmte Tageszeit; Her. 1, 17. 18 u. oft u. Folgde; vgl. Lob. Phryn. 50. – Bei den Ioniern u. Sp. = dann, alsdann, da. – Buttm. Lexil. II p. 227 nimmt zur Ableitung dieser Wörter ein altes Wort ΙΞ oder FΙΞ an, dem lat. vice entsprechend, τὴν ἴκα, hac vice, wie auch αὐτίκα = τὴν αὐτὴν ἴκα (?).
-
2 τηνίκα
-
3 το-τηνίκα
το-τηνίκα, adv., = τηνίκα, Soph. O. C. 440; eben so τοτηνικάδε, = τηνικάδε, u. τοτηνικαῦτα, = τηνικαῦτα, Lob. Phryn. p. 50.
-
4 τηνικάδε
-
5 τηνικαῦτα
τηνικαῦτα, = τηνίκα (wie ἔνϑα, ἐνϑαῦτα, τηλικοῦτος, τηλικαύτη aus τηλίκος u. ä.); Her. 1, 17. 63 u. öfter; bei Att. gebräuchlicher als jenes; Soph. dem ὁπηνίκα entsprechend Phil. 463, dem ὅταν O. R. 76 El. 286; Plat. Legg. VII, 792 b; Xen. An. 4, 1, 5, oft; τηνικαῦτα τοῦ ϑέρους, Ar. Pax 1137; τ. τοῦ ἔτους, Luc. Herod. 7.
-
6 τᾱνίκα
-
7 ἡνίκα
ἡνίκα (Correlativa sind πηνίκα, τηνίκα), wann, zu der Zeit, wo, da, – 1) c. ind.; ἡνίκ' ἀγινεῖς αἶγας Od. 22, 198; ἡνίκ' οὐκέτ' ἔστιν Soph. El. 942; ἡνίκ' ἐν κακῷ χειμῶνος εἴχετο Ai. 1123; ἡνίκα – ἐῤῥύσατο 1252; Ar. Eccl. 815; ἡνίκα ξυνεσκόταζε Thuc. 7, 73; ἡνίκα ὡμολογήσαμεν Plat. Gorg. 509 e; ἐν τίνι ἡλικίᾳ; ἡνίκα τῶν γυμνασίων μεϑίενται Rep. VII, 537 b. – 2) c. opt., die wiederholte Handlung in der Vergangenheit ausdrückend; εἷρπε πόρον, ἁνίκ' ἐξανείη ἄτα, so oft, Soph. Phil. 698, nach Hermanns Aenderung, aber mss. ἐξανίησι; c. opt. pot., ἡνίκ' ἂν ἀπείη Tr. 163. – 3) mit ἄν u. dem conj., gew. die wiederholte Handlung in der Gegenwart ausdrückend, ἑκάστοτε, ἡνίκ' ἂν ψευσϑῶσι δείπνου Ar. Nubb. 608, ἡνίκ' ἂν πενϑῶμεν 612, ἡνίκ' ἂν οἴκοι γένωνται, δρῶσιν οὐκ ἀνασχετά Pax 1145; Plut. 107. 248; vgl. Soph. Phil. 310; auf die Zukunft gehend, Eur. I. T. 1185 Plat. Phaedr. 247 b; ἵν' ἡνίκ' ἂν κόπος μ' ἀπαλλάξῃ ποτέ, χωρῶμεν, sobald er mich verlassen haben wird, Soph. Phil. 868; O. R. 1492.
См. также в других словарях:
τηνίκα — at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηνίκα — και δωρ. τ. τανίκα Α επίρρ. 1. εκείνη την ώρα τής ημέρας, αυτήν ή εκείνην την καθορισμένη ώρα («ἧ γὰρ ἀπ ἄγρας τηνίκα κεκμαὼς ἀμπαύεται», Θεόκρ.) 2. (με άρθρ.) τότε («τὸ τηνίκ ἤδη τοῡτο μὲν πόλις βίᾳ», Σοφ.) 3. φρ. «τοῡ ἔτους τηνίκα» εκείνην την… … Dictionary of Greek
τηνίκ' — τηνίκα , τηνίκα at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηνίχ' — τηνίκα , τηνίκα at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηνικαύτα — Α επίρρ. 1. τηνίκα*, τότε ακριβώς («ὡς ὁπηνίκ ἄν θεὸς πλοῡν ἡμὶν εἴκῃ, τηνικαῡθ ὁρμώμεθα», Σοφ.) 2. εκείνη την ώρα τής ημέρας ή εκείνη την εποχή τού έτους (α. «τηνικαῡτα τοῡ θέρους», Αριστοφ. β. «τηνικαῡτα τοῡ ἔτους», Λουκιαν.) 3. με αυτές τις… … Dictionary of Greek
SYBARIS — I. SYBARIS M. Graeciae oppid. inter Crathin et Sybarim amnes, ab Achivis conditum, Diodor. Sic. l. 12. Olymp. 17. An. 45. Urb. Cond. qui post Troiae excidium vi tempestatis eo fuerunt appulsi. Nunc in ruinis. Situm erat in ora Sinus Tarentini,… … Hofmann J. Lexicon universale
πρόκα — (I) και πρόκατε Α (ιων. επίρρ.) ευθύς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. παράγεται από την πρόθεση πρό με επίθημα κα, που δεν συνδέεται όμως με το χρονικό μόριο τών αὐτίκα, τηνίκα, τόκα, αλλά με το επίθημα τού σλαβ. prokŭ «υπολειπόμενος» και τού λατ.… … Dictionary of Greek
τανίκα — Α επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. τηνίκα … Dictionary of Greek
τηνικάδε — Α επίρρ. 1. τότε ακριβώς («τηνικάδε πιστεύσαντες τοῑς λεγομένοις παρέδοσαν τήν πόλιν», Πολ.) 2. τέτοια ώρα, τόσο νωρίς («τί τηνικάδε ἀφῑξαι, ὦ Κρίτων, ἤ οὐ πρῴ ἔτι ἐστίν;» Πλάτ.) 3. τέτοια ώρα ή τέτοια εποχή (α. «αὔριον τηνικάδε», Αιλ. β.… … Dictionary of Greek