-
1 τηλεπορος
-
2 τηλέπορος
τηλέ-πορος, ον,A far-travelling, far-reaching,τ. βόαμα Lyr.Adesp.102
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλέπορος
-
3 τηλέπορος
τηλέ-πορος, fern od. weit gehend; ἄντρα, die fernen -
4 τηλέπορον
τηλέποροςfar-travelling: masc /fem acc sgτηλέποροςfar-travelling: neut nom /voc /acc sg -
5 τηλεπόροιο
τηλέποροςfar-travelling: masc /fem /neut gen sg (epic) -
6 τηλεπόροις
τηλέποροςfar-travelling: masc /fem /neut dat pl -
7 τηλεπόρου
τηλέποροςfar-travelling: masc /fem /neut gen sg -
8 τηλεπόρους
τηλέποροςfar-travelling: masc /fem acc pl -
9 τηλεπόρων
τηλέποροςfar-travelling: masc /fem /neut gen pl -
10 ταλα-πείριος
ταλα-πείριος, der viele Versuche, Proben ausgehalten u. bestanden hat, der sich viel versucht hat, bes. von Einem, der wie Odysseus viel herumgereis't ist, ἐγὼ ξεῖνος ταλαπ. ἐνϑάδ' ἱκάνω, Od. 7, 24. 17, 379, ἱκέτης, 6, 193. – Später übh. Landstreicher, Vagabund, πτωχός, Agath. 60 (X, 66), weshalb es Einige als gleichbedeutend mit τηλέπορος ansehen; vgl. ταλαίπωρος.
-
11 τηλεπόρω
-
12 τηλεπόρῳ
-
13 τηλεπόρωι
τηλεπόρῳ, τηλέποροςfar-travelling: masc /fem /neut dat sg
См. также в других словарях:
τηλέπορος — ον, Α 1. αυτός που πορεύεται ή φθάνει μακριά («τηλέπορον βλήμα», Λυρ. Αδέσπ.) 2. αυτός που βρίσκεται πολύ μακριά, αυτός που απέχει πολύ, ή αυτός που εκτείνεται σε μεγάλο μήκος (α. «τηλεπόροις δ ἐν ἄντροις», Σοφ. β. «τηλέπορος ᾅδης», Ορφ. Ύμν.).… … Dictionary of Greek
τηλέπορον — τηλέπορος far travelling masc/fem acc sg τηλέπορος far travelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεπόροιο — τηλέπορος far travelling masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεπόροις — τηλέπορος far travelling masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεπόρου — τηλέπορος far travelling masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεπόρους — τηλέπορος far travelling masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεπόρων — τηλέπορος far travelling masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεπόρῳ — τηλέπορος far travelling masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
τηλεπόρωι — τηλεπόρῳ , τηλέπορος far travelling masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)