См. также в других словарях:
τηλόμελι — τὸ, ΜΑ μέλι αρωματισμένο με τήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλις + συνδετικό φωνήεν ο + μέλι] … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek