Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τηλοτάτω

См. также в других словарях:

  • τηλοτάτω — farthest away irreg̱superl indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλοτάτω — Α επίρρ. πάρα πολύ μακριά («τήνπερ τηλοτάτω φάσ ἔμμεναι οἵ μιν ἴδοντο λαῶν ἡμετέρου», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + κατάλ. τών επιρρ. τού υπερθ. βαθμού ο τάτω (πρβλ. μακρ ο τάτω)] …   Dictionary of Greek

  • τηλοτέρω — τηλοτάτω farthest away masc/neut nom/voc/acc dual τηλοτάτω farthest away masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλοτέροισιν — τηλοτάτω farthest away masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλοτέρας — τηλοτέρᾱς , τηλοτάτω farthest away fem acc pl τηλοτέρᾱς , τηλοτάτω farthest away fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»