Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τηλικόσδε

См. также в других словарях:

  • τηλικόσδε — of such an age masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλικόσδε — ήδε, όνδε, Α 1. αυτός που έχει τέτοια ηλικία (α. «ὅς τηλικόσδ ὤν κἀπὶ τέρμ ἥκων βίου», Ευρ. β. «τηλικοίδε γέροντες ἄνδρες», Πλάτ. γ. «τηλικάσδ ὁρῶν πάντων ἐρήμους», Σοφ.) 2. τόσο μεγάλος («ἐμὲ τηλικόνδε ὄντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλίκος*, κατά …   Dictionary of Greek

  • τηλικόσδ' — τηλικόσδε , τηλικόσδε of such an age masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλικαῖσδε — τηλικόσδε of such an age fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλικοίδε — τηλικόσδε of such an age masc nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλικοῦδε — τηλικόσδε of such an age masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλικάσδε — τηλικόσδε of such an age fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλικῷδε — τηλικόσδε of such an age masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλικόνδε — τηλικόσδε of such an age masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλικούτος — τηλικαύτη, τηλικοῡτον, Α 1. τέτοιας ηλικίας, τηλικόσδε* (α. «διδάσκεσθαι βαρὺ τῷ τηλικούτῳ», Αισχύλ. β. «ὅν, εἰ καὶ τηλικοῡτον ὄντα ἀπεκτείνατε», Λυσ.) 2. τόσο μεγάλος, ως προς το μέγεθος, το ποσόν ή την αξία (α. «ἡ τηλικαύτη ἀρχή», Πλάτ. β.… …   Dictionary of Greek

  • τηλικάσδ' — τηλικάσδε , τηλικόσδε of such an age fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»