-
1 τηλικοσδε
3 и τηλῐκ-οῦτος, τηλῐκαύτη ( реже τηλῐκοῦτος), τηλῐκοῦτο(ν)1) такого возраста, стольких летτ. ὤν Eur., Plat. — будучи в таком возрасте;
οἴκτισόν σφας, ὧδε τηλικάσδ΄ ὁρῶν Soph. — сжалься над ними, ты видишь (ведь) как они молоды2) столь большой(ἥ τηλικαύτη πόλις Plat.)
τοσαῦτα καὴ τηλικαῦτα τὸ μέγεθος διαπράξασθαι Isocr. — совершить столько великих дел
См. также в других словарях:
τηλικοῦτο — τηλικοῦτος of such an age neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλικοῦθ' — τηλικοῦτο , τηλικοῦτος of such an age neut nom/voc/acc sg τηλικοῦτε , τηλικοῦτος of such an age masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλικοῦτ' — τηλικοῦτο , τηλικοῦτος of such an age neut nom/voc/acc sg τηλικοῦτε , τηλικοῦτος of such an age masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)