-
1 телефонировать
τηλεφωνώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > телефонировать
-
2 звонить
-
3 телефон
телефон м το τηλέφωνο· номер \телефона о αριθμός τηλεφώνου; говорить по \телефону μιλώ με το τηλέφωνο; звонить по \телефону τηλεφωνώ; позвать к \телефону καλώ στο τηλέφωνο; я у \телефона! εμπρός! \телефон не работает το τηλέφωνο δε λειτουργεί* * *мτο τηλέφωνοно́мер телефо́на — ο αριθμός τηλεφώνου
говори́ть по телефо́ну — μιλώ με το τηλέφωνο
звони́ть по телефо́ну — τηλεφωνώ
позва́ть к телефо́ну — καλώ στο τηλέφωνο
я у телефо́на! — εμπρός!
телефо́н не рабо́тает — το τηλέφωνο δε λειτουργεί
-
4 звонить
1. (производить звон) κτυπώ/χτυπώ, κουδουνίζω 2. (издавать звон) χτυπώ 3. (по телефону) τηλεφωνώ, παίρνω (στο) τηλέφωνοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > звонить
-
5 телефон
το τηλέφων/οзвонить по - у παίρνω -, τηλεφωνώмобильный{}сотовый{} - κινητό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > телефон
-
6 дозвониться
дозвонитьсясов1. (по телефону) τηλεφωνώ, κατορθώνω νά τηλεφωνήσω σέ κάποιον2. (у двери) κτυπῶ τό κουδούνι (ώς πού νά μ' ἀκούσουν). -
7 звонить
звонитьнесов κουδουνίζω, χτυπώ τό κουδούνι:\звонить в колокола χτυπώ τήν καμπάνα· \звонить по телефону τηλεφωνώ. -
8 телефон
телефонм τό τηλέφωνο[ν]:междугородный \телефон ἡ ὑπεραστική τηλεφωνική γραμμή· \телефонавтомат τό αὐτόματο τηλέφωνο· звони́ть по \телефону τηλεφωνώ· вызывать к. -
9 телефонировать
телефон||и́роватьнесов τηλεφωνώ. -
10 дозвониться
[νταζβανίτσα] ρ. τηλεφωνώ -
11 телефонировать
[τιλιφανίραβατ'] ρ. τηλεφωνώ -
12 дозвониться
[νταζβανίτσα] ρ τηλεφωνώ -
13 телефонировать
[τιλιφανίραβατ'] ρ τηλεφωνώ -
14 звонить
ρ.δ.1. χτυπώ, βαρώ, σημαίνω.2. διαδίδω, φημολογώ, κουτσομίτολεύω.3. τηλεφωνώ, Ηαλώ•стго τηλέφωνο, παίρνω τηλέφωνο.
εκφρ.звонить во все колокола – κοινολογώ, διαλαλώ, διακυρήσσω σόλους τους τόνους.κουδουνίζω, χτυπώ το κουδούνι της πόρτας. -
15 звякнуть
ρ.σ.1. (για μέταλλα κ. γυαλιά) ηχώ, κροτώ κουδουνίζω, βροντώ. || κρούω, χτυπώ.2. (απλ.) τηλεφωνώ, κουδουνίζω•звякни мне, когда решишь уехать πάρε με τηλέφωνο όταν αποφασίσεις να φύγεις.
-
16 обзвонить
ρ.σ.μ. τηλεφωνώ παντού ή σε πολλούς. -
17 перезвонить
-ню, -нишьρ.σ.1. ξανατηλεφωνώ ξανακαλώ• ξανακουδουνίζω.2. τηλεφωνώ (σε όλους, πολλούς ή από πολλά τηλέφωνα).τηλεφωνούμαι. -
18 протелефонировать
ρ.σ. τηλεφωνώ. -
19 созвониться
-нюсь, -нишьсяρ.σ.τηλεφωνώ, παίρνω τηλέφωνο•-нитесь со мной по телефону πάρτε με τηλέφωνο.
-
20 телефонировать
-рую, -руешьρ.δ. и.σ.1. τηλεφωνώ.2. βλ. телефонизировать.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τηλεφωνώ — τηλεφωνώ, τηλεφώνησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. τηλεφωνάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τηλεφωνώ — έω, Ν 1. συνεννοούμαι με το τηλέφωνο 2. μεταβιβάζω πληροφορία με το τηλέφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέφωνο. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεφωνῶ, έω, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
τηλεφωνώ — τηλεφώνησα, τηλεφωνήθηκα 1. επικοινωνώ με το τηλέφωνο. 2. πληροφορώ με το τηλέφωνο: Τηλεφώνησέ μου τα νεότερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τηλεφωνητής — ο, θηλ. τηλεφωνήτρια, Ν 1. υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου που βοηθάει στη διεξαγωγή τής τηλεφωνικής επικοινωνίας 2. φρ. «αυτόματος τηλεφωνητής» συσκευή προσαρμοσμένη στην τηλεφωνική που δίνει σύντομη μαγνητοφωνημένη απάντηση σε κλήση και… … Dictionary of Greek
τηλεφώνημα — το, Ν τηλεπ. συνομιλία μέσω τηλεφώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεφωνώ. Η λ., στον πληθ. τηλεφωνήματα, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
τηλεφωνάω — / τηλεφωνώ, τηλεφώνησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής