Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τηλαύγησις

См. также в других словарях:

  • τηλαύγησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ λαμπρότητα που έρχεται από μακριά, ακτινοβολία που εκπέμπεται μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλαυγής + κατάλ. ησις (< ρ. σε ῶ/ έω). Το ρ. τηλαυγῶ είναι μτγν.] …   Dictionary of Greek

  • τηλαυγήσει — τηλαύγησις brightness shining from afar fem nom/voc/acc dual (attic epic) τηλαυγήσεϊ , τηλαύγησις brightness shining from afar fem dat sg (epic) τηλαύγησις brightness shining from afar fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՊԱՂՊԱՋՈՒՄՆ — (ջման.) NBH 2 0590 Chronological Sequence: Unknown date, 5c գ. τηλαύγησις, τηλαυγές, τηλαύγημα splendor, candor. Փայլումն որպէս զպաղպաջոյ. շողշողիւն. *Բորոտութիւն ինչ հոգւոյ, կամ արածոյն նշանակութիւն, կամ պաղպաջման. Ածաբ. աղք.: *(Ի չորից գլխաւոր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • τηλαυγήσεως — τηλαυγήσεω̆ς , τηλαύγησις brightness shining from afar fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»