-
1 τηλαύγησις
τηλ-αύγησις, ἡ, das Fernglänzen -
2 τηλ-αύγεια
τηλ-αύγεια, ἡ, = τηλαύγησις, Hdn. Epim. 132.
См. также в других словарях:
τηλαύγησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ λαμπρότητα που έρχεται από μακριά, ακτινοβολία που εκπέμπεται μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλαυγής + κατάλ. ησις (< ρ. σε ῶ/ έω). Το ρ. τηλαυγῶ είναι μτγν.] … Dictionary of Greek
τηλαυγήσει — τηλαύγησις brightness shining from afar fem nom/voc/acc dual (attic epic) τηλαυγήσεϊ , τηλαύγησις brightness shining from afar fem dat sg (epic) τηλαύγησις brightness shining from afar fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՊԱՂՊԱՋՈՒՄՆ — (ջման.) NBH 2 0590 Chronological Sequence: Unknown date, 5c գ. τηλαύγησις, τηλαυγές, τηλαύγημα splendor, candor. Փայլումն որպէս զպաղպաջոյ. շողշողիւն. *Բորոտութիւն ինչ հոգւոյ, կամ արածոյն նշանակութիւն, կամ պաղպաջման. Ածաբ. աղք.: *(Ի չորից գլխաւոր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
τηλαυγήσεως — τηλαυγήσεω̆ς , τηλαύγησις brightness shining from afar fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)