Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τηλέ-φατος

См. также в других словарях:

  • φατός — (I) ή, όν, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος 2. αυτός για τον οποίο πρέπει ή μπορεί να γίνει λόγος («τὸ μήτε φατὸν μήτε ῥητὸν κάλλος», Πλούτ.) 3. μτφ. περίφημος, ξακουστός. επίρρ... φατῶς Α ρητώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ τής συνεσταλμένης… …   Dictionary of Greek

  • θεόφατος — θεόφατος, ον (Α) αυτός που φανερώθηκε, που ξεστομίστηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο + φατος (< φημί), πρβλ. παλαί φατος, τηλέ φατος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»