-
1 τηλέ-φατος
τηλέ-φατος, = Vorigem, ἄστρον Pind. frg. 58.
-
2 τηλέφατος
τηλέ-φᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλέφατος
См. также в других словарях:
φατός — (I) ή, όν, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος 2. αυτός για τον οποίο πρέπει ή μπορεί να γίνει λόγος («τὸ μήτε φατὸν μήτε ῥητὸν κάλλος», Πλούτ.) 3. μτφ. περίφημος, ξακουστός. επίρρ... φατῶς Α ρητώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ τής συνεσταλμένης… … Dictionary of Greek
θεόφατος — θεόφατος, ον (Α) αυτός που φανερώθηκε, που ξεστομίστηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο + φατος (< φημί), πρβλ. παλαί φατος, τηλέ φατος] … Dictionary of Greek