-
1 τηλέφαντος
1 far-shining τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ fr. 5. 2. τέρας ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν, μάκαρες δ' ἐν Ὀλύμπῳ τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον (Bergk: τηλέφατον codd. Theophrasti) fr. 33c. 5. -
2 τηλέφαντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλέφαντος
-
3 τηλέφαντον
τηλέφαντοςmasc /fem acc sgτηλέφαντοςneut nom /voc /acc sg -
4 τηλέφατος
τηλέφατος, v. τηλέφαντος.] -
5 τηλεσίφαντος
A = τηλέφαντος, ἄστρα Orph.A. 341 codd.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλεσίφαντος
См. также в других словарях:
τηλέφαντος — και τηλέφατος και τηλεσίφαντος, ον, Α ο τηλεφανής*, αυτός που φαίνεται από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + φαντος / φατος (< φαίνω), πρβλ. νυκτί φαντος, ὑπέρ φατος. Ο τ. τηλεσί φαντος αναλογικά προς τα σύνθ. με α΄ συνθετικό σε σι (πρβλ.… … Dictionary of Greek
τηλέφαντον — τηλέφαντος masc/fem acc sg τηλέφαντος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφαντος — η, ο (AM ἄφαντος, ον) 1. αυτός που εξαφανίστηκε 2. αφανής, αόρατος 3. αφανής, άσημος νεοελλ. 1. απρεπής, αταίριαστος 2. ανόητος, απερίσκεπτος αρχ. 1. ασαφής, σκοτεινός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἄφαντα μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. +… … Dictionary of Greek
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
τηλέφατος — ον Α βλ. τηλέφαντος … Dictionary of Greek
τηλεσίφαντος — ον, Α βλ. τηλέφαντος … Dictionary of Greek