-
1 θωρᾱκίζω
θωρᾱκίζω, mit dem Brustpanzer, Harnisch versehen, panzern, wappnen; ϑωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους Xen. Cyr. 8, 8, 22; auch von der ganzen Rüstung, τοὺς δ' ἡνιόχους ἐϑωράκισε πάντα πλὴν τῶν ὀφϑαλμῶν 6, 1, 29; τεϑωρακισμένος Thuc. 2, 100; ὄγκῳ χλανίδος Ephipp. bei Ath. XII, 509 d.
См. также в других словарях:
τεθωρακισμένος — η, ο, Ν φρ. «τεθωρακισμένα οχήματα» ή απλώς «τεθωρακισμένα» στρ. εξοπλισμένα αυτοκινούμενα οχήματα μάχης που είναι καλυμμένα με θωράκιση (α. «ελαφρά τεθωρακισμένα» β. «τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού» γ. «τεθωρακισμένα οχήματα μάχης»)· … Dictionary of Greek
τεθωρακισμένος — τεθωρᾱκισμένος , θωρακίζω arm with a breastplate perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακίζομαι — θωρακίζομαι, θωρακίστηκα, θωρακισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: θωρακίζομαι : εύχρηστη η λόγια μτχ. τεθωρακισμένος ως επίθετο ή ουσιαστικό … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ԶՐԱՀԱՊԱՏ — ( ) NBH 1 0752 Chronological Sequence: Early classical ա. ԶՐԱՀԱՊԱՏ ԶՐԱՀԱՎԱՌ. Զրահիւք պատեալ, վառեալ. սպառազէն. յն. զրահաւորեալ. τεθωρακισμένος. *Կողինաւորք եւ զրահապատք շողայցեն. Ոսկ. մտթ. ՟Գ. 16: *Վառեալքն զրահավառք. Մծբ. ՟Ժ՟Թ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԶՐԱՀԱՎԱՌ — ( ) NBH 1 0752 Chronological Sequence: Early classical ա. ԶՐԱՀԱՊԱՏ ԶՐԱՀԱՎԱՌ. Զրահիւք պատեալ, վառեալ. սպառազէն. յն. զրահաւորեալ. τεθωρακισμένος. *Կողինաւորք եւ զրահապատք շողայցեն. Ոսկ. մտթ. ՟Գ. 16: *Վառեալքն զրահավառք. Մծբ. ՟Ժ՟Թ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)