Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τεχνίτᾳ

См. также в других словарях:

  • τεχνῖτα — τεχνίτης artificer masc voc sg τεχνίτης artificer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνίτα — τεχνί̱τᾱ , τεχνίτης artificer masc nom/voc/acc dual τεχνί̱τᾱ , τεχνίτης artificer masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνίτᾳ — τεχνί̱τᾱͅ , τεχνίτης artificer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάιος — (I) δάϊος, α, ον (Α) βλ. δήιος. (II) δάϊος, ον (Α) έμπειρος, γνώστης («Λύσιππε... δάϊε τεχνίτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάιος συνδέεται με το δαήναι, απαρμφ. τού αορ. εδάην (πρβλ. διδάσκω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»