-
61 самоцвет
-а α.πολύτιμο πετράδι φυσικό ή τεχνητό. -
62 соска
-и θ.θήλαστρο, ρωγοβύζι τεχνητό, μπιμπερό, πιπίλκα. -
63 страз
-а α.το στρας (τεχνητό πετράδι). -
64 суррогатный
επ.του υποκατάστατου, του ερζάτς•-ая кожа τεχνητό δέρμα.
-
65 фибра
-ы θ.1. παλ. • ίνα (φυτών, σαρκών κ.τ.τ.).λεπτότατο μόριο2. συνήθως πλθ. фибры, фибр ο ψυχικός κόσμος• το είναι•всеми -ами души моей με όλη μου την ψυχή..
3. είδος χαρτιού πεπιεσμένου. || τεχνητό δέρμα. -
66 физиологический
επ.1. φυσιολογικός.2. βλ. физический (3 σημ.).εκφρ.физиологический очерк – (φιλγ.) στιγμιότυπο της ζωής•физиологический раствор – τεχνητό πλάσμα παρόμοιο με το του αίματος. -
67 шёлк
-а (шёлку), προθτ. в шлке κ. в шелку, πλθ. шелка а.το μετάξι•шёлк-сырец ακατέργαστο μετάξι•
натуральный шёлк φυσικό ή ζωικό μετάξι•
искусственный шёлк τεχνητό ή φυτικό μετάξι•
платье из -а φόρεμα μεταξωτά•
одеты в -а ντυμένοι στα μεταξωτά•
в долгу как в -у παρμ. χρεωμένος ως το λαιμό.
|| μτφ. κάθε είδος μεταξοειδές (λείο κ. μαλακό). || μτφ. καλοκάγαθος, χρηστός, ευήθης, μαλακός (για χαρακτήρα).
См. также в других словарях:
αμερίκιο — Τεχνητό χημικό στοιχείο, με σύμβολο Am και ατομικό αριθμό 95. Είναι ραδιενεργό και απαντά σε μια δεκάδα ισοτόπων, οι χρόνοι μέσης ζωής (ραδιενέργεια) των οποίων κυμαίνονται μεταξύ λίγων δεκάδων λεπτών και μερικών χιλιάδων ετών. Το ανακάλυψαν το… … Dictionary of Greek
κιούριο — Τεχνητό χημικό στοιχείο με σύμβολο Cm και ατομικό αριθμό 96. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στη σειρά των ακτινιδών. Είναι γνωστά διάφορα ισότοπά του, με αριθμούς μαζών από 238 μέχρι 250. Το ασταθέστερο ισότοπό του είναι το … Dictionary of Greek
νομπέλιο — Τεχνητό χημικό στοιχείο με σύμβολο Νο· ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των ακτινιδών, έχει ατομικό αριθμό 102 και ατομικό βάρος 263, αναφερόμενο στο πιο σταθερό ισότοπο του. Είναι από τα τελευταία στοιχεία που… … Dictionary of Greek
αμμοκονίαμα — Τεχνητό συσσωμάτωμα, κατασκευασμένο με κόκκους άμμου, που συγκρατούνται με κάποιο συνθετικό υλικό, όπως το τσιμέντο ή ο ασβέστης. Το α. χρησιμοποιείται με τη μορφή πολτού για τη σύνδεση και συγκράτηση τούβλων, για την κατασκευή λιθοδομών ή και… … Dictionary of Greek
τούνελ — Τεχνητό όρυγμα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, που χρησιμεύει για τη διοχέτευση νερού ή τη διέλευση σιδηροδρομικής γραμμής. Bλ. λ. σήραγγα. Είσοδος τούνελ (σήραγγα) στην περιοχή Καπρούν στις αυστριακές αυστριακές άλπεις (φωτ. ΑΠΕ). * * * το,… … Dictionary of Greek
νεπτούνιο ή ποσειδώνιο — Τεχνητό χημικό στοιχείο με σύμβολο Np. Ανήκει στην ομάδα των υπερουρανίων και έχει ατομικό αριθμό 93, ατομικό βάρος 237, 06 (αναφερόμενο στο σταθερότερο ισότοπο) και είναι το πρώτο στοιχείο που παρασκευάστηκε τεχνητά. Έχει 11 ισότοπα, με αριθμό… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
τεχνητός — ή, ό / τεχνητός, ή, όν, ΝΜΑ [τεχνῶμαι] αυτός που κατασκευάζεται με την τέχνη, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που υπάρχει εκ φύσεως (α. «τεχνητή οδοντοστοιχία» β. «τὰ τεχνητὰ τῶν ὀργάνων», Πλωτίν.) νεοελλ. 1. μτφ. προσποιητός, υποκριτικός 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek