-
1 τεχνΐτης
τεχνΐτης, ὁ, der Künstler, Verfertiger, übh. Jeder, der eine Sache aus dem Grunde versteht, sie wissenschaftlich od. kunstgemäß behandelt; Ggstz ἄτεχνος, Plat. Soph. 219 a; ἀϑλητῶν καὶ τῶν ἄλλων τεχνιτῶν, Alc. II, 145 e; ἄνϑρωπος τεχνίτης λόγων, Aesch. 1, 170; οἱ περὶ τοὺς ϑεούς, Wahrsager u. dgl., Xen. Cvr. 8, 3, 11; τεχνῖταί εἰσιν οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, Xen. Mem. 2, 7, 5, u. öfter, u. Folgde; – τεχνῖται Διονυαιακοί oder περὶ τὸν Διόνυσον, theatralische Künstler, Pol. 15, 21, 8, vgl. 6, 47, 8 u. Plut. quaest. Rom. 107.
-
2 τεχνΐτης
τεχνΐτης, ὁ, der Künstler, Verfertiger, übh. jeder, der eine Sache aus dem Grunde versteht, sie wissenschaftlich od. kunstgemäß behandelt; Ggstz ἄτεχνος; οἱ περὶ τοὺς ϑεούς, Wahrsager; τεχνῖται Διονυαιακοί oder περὶ τὸν Διόνυσον, theatralische Künstler -
3 χειρο-τεχνίτης
χειρο-τεχνίτης, ὁ, = Vorigem, Schol. Aesch. Prom. 891.
-
4 ἐργο-τεχνῑτης
ἐργο-τεχνῑτης, ὁ, Werkkünstler, Iambl.
-
5 βάν-αυσος
βάν-αυσος ( βαῦνος-αὔω), eigtl. beim Ofen, Kamin arbeitend, VLL. πᾶς τεχνίτης διὰ πυρὸς ἐργαζόμενος; neben χαλκεύς u. πυρίτης Luc. sacr. 6; übh. ein Handwerk, bes. wobei man sitzt, betreibend, τέχναι, Handwerke, mechanische, niedrige Arbeiten, Soph. Ai. 1100; Plat. Rep. VII, 522 b u. Sp.; τεχνίτης Arist. Pol. 3, 4; ἔργον 2, 8; πόνος Plut. Num. 14; ἀσχολίαι Sol. 22; βίος Arist. Pol. 3, 5; μέρος, der Handwerkerstand, 6, 7; gemein, der edlen, freien Kunst entgeggstzt, βάναυσον καὶ ἀνελεύϑερον καὶ οὐκ ἀξίαν τὸ παράπαν παιδείαν καλεῖσϑαι Plat. Legg. I, 644 a; φιλότης Ep. VII, 344 b; prunksüchtig, gemein, hoffärtig, Arist. Eth. 4, 6; vgl. Automed. 2 (XI, 326); Strat. 76 (XII, 184). Den superl. hat Arist. Pol. 1, 11; Plut. Cic. 5. – Adv. βαναύσως, Clem. Al.
-
6 τεχναστής
-
7 τεχνήτης
-
8 τεχνῖτις
-
9 μεθ-οδίτης
μεθ-οδίτης, ὁ, = μεϑοδευτής, τεχνίτης, Hes.
-
10 αὐτο-σχεδιαστής
αὐτο-σχεδιαστής, ὁ, der ohne Vorbereitung u. Ueberlegung spricht u. handelt, dah. Pfuscher, Ggstz τεχνίτης Xen. Lac. 13. 5.
-
11 ἄ-τεχνος
ἄ-τεχνος ( τέχνη), ohne Kunst, a) kunstlos, einfach, argumentatio, Cic. Top. 4, 24; πίστεις Arist. rhet. 1, 2, den ἔντεχνοι entggstzt, die nicht der Redner angiebt, sondern äußere, schon vorhandene. – b) kunstwidrig, Ggstz ἔντεχνος, τριβή Plat. Phaedr. 260 e; unerfahren in der Kunst, Ggstz τεχνίτης Soph. 219 a; ἀτεχνότεροι καὶ ἀμαϑέστεροι Legg. III, 679 d.
-
12 ἐπι-δίφριος
ἐπι-δίφριος, auf dem Wagensitze ( δίφρος), z. B. δῶρα ἐπιδίφρια τιϑέναι, Geschenke auf den Wagensitz legen, Od. 15, 51. 75; – τέχνη ἐπιδ., ein sitzendes Handwerk, D. Hal. 2, 28; ἄνϑρωπος, der ein solches Handwerk treibt, id. iud. de Thuc. 49. Aber τεχνίτης ἐπιδ. = der Stellmacher, Iambl. vit. Pyth. 245.
-
13 ἐπιδίφριος
ἐπι-δίφριος, auf dem Wagensitze (δίφρος), z. B. δῶρα ἐπιδίφρια τιϑέναι, Geschenke auf den Wagensitz legen; τέχνη ἐπιδ., ein sitzendes Handwerk; ἄνϑρωπος, der ein solches Handwerk treibt. Aber τεχνίτης ἐπιδ. = der Stellmacher -
14 ἐργοτεχνῑτης
ἐργο-τεχνῑτης, ὁ, Werkkünstler -
15 χειροτεχνικός
χειρο-τεχνικός, ή, όν, u. χειρο-τεχνίτης, ὁ, zum Handwerk oder zum Handwerker gehörig, geschickt im Handwerk
См. также в других словарях:
τεχνίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης 2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα τής τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας … Dictionary of Greek
τεχνίτης — ο θηλ. τεχνίτρα 1. αυτός που ξέρει ή εξασκεί κάποια τέχνη, ο μάστορας: Ήρθε ο τεχνίτης του πλυντηρίου. 2. επιδέξιος, μαστορικός: Είναι τεχνίτης στη δουλειά του. 3. πανούργος, πονηρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεχνίτης — τεχνί̱της , τεχνίτης artificer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνῖτα — τεχνίτης artificer masc voc sg τεχνίτης artificer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνῖται — τεχνίτης artificer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… … Dictionary of Greek
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
πολυτεχνίτης — ο, θηλ. ίτισσα και ίτρα, Ν 1. αυτός που γνωρίζει ή ασκεί πολλές τέχνες, πολλά επαγγέλματα, ο πολύτεχνος 2. παροιμ. «πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που ασχολείται με πολλές τέχνες δεν ευδοκιμεί τελικά σε καμία.… … Dictionary of Greek
δημιουργός — ό (AM δημιουργός, όν Α και δαμιοργός) 1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός (α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων») 2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου… … Dictionary of Greek
ηλεκτροτεχνίτης — ο τεχνίτης ειδικός στην εκτέλεση ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και στον χειρισμό ή στην επισκευή ηλεκτρικών μηχανών, οργάνων ή εργαλείων, αλλ. ηλεκτρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrotechnician < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) +… … Dictionary of Greek