Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τευχεσφόρος

См. также в других словарях:

  • τευχεσφόρος — wearing armour masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευχεσφόρος — ον, Α αυτός που φέρει όπλα, ένοπλος («ἐπ ἄνδρὶ τευχεσφόρῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τευχεσ τού τεῦχος + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • τευχεσφόρον — τευχεσφόρος wearing armour masc/fem acc sg τευχεσφόρος wearing armour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευχεσφόροις — τευχεσφόρος wearing armour masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευχεσφόρῳ — τευχεσφόρος wearing armour masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»