-
1 τεττῑγόνια
τεττῑγόνια, τά, eine kleinere Cicadenart; Epilyc. com. bei Phot.; vgl. Ath. IV, 133 b; Arist. H. A. 4, 7. 5, 30.
-
2 τεττῑγόνια
τεττῑγόνια, τά, eine kleinere Cicadenart -
3 τεττιγόνια
τεττιγόνιονa small and voiceless kind of: neut nom /voc /acc pl -
4 tettigonia
tettīgonia, ae, f. (τεττιγονία), eine kleinere Art von Zikaden, Plin. 11, 92.
-
5 tettigonia
tettīgonia, ae, f. (τεττιγονία), eine kleinere Art von Zikaden, Plin. 11, 92.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > tettigonia
-
6 τιτιγόνιον
τιτιγόνιον, τό,A an insect like a τέττιξ, Epil.4 (where τιττιγόνιον cod.Phot., the alphabetical order requiring τιτιγόνιον; τρυγονίῳ codd.ACAth., cf.ζῷον ὅμοιον τέττιγι καὶ τριγονίῳ Eust.1282.40
), prob. cj. in Arist.HA 556a20 (where τεττιγόνια, with v.l. τριγόνια, cf. τιγόνιον· εἶδός τι Ἀριστοτέλει, Hsch., τιγόνιον· ἐπὶ νηπίου τίθεται, Phot.); the word is correctly written in EM760.47, Paus.Gr.Fr. 87 (ap.Eust.396.2, where it is rightly connected with τιτίζω: it is prob. Dim. of Τιτιγών ( τιτιγών: τιτίζω, = ὀλολυγών: ὀλολύζω, = τρυγών: τρύζω)). (Perh. to be restored for tetogonia, v.l. tetigometrae, in Plin.HN11.92.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιτιγόνιον
См. также в других словарях:
τεττιγονία — και τεττιγόνια, η, Ν εντομολ. γένος και γενική ονομασία ακρίδων τής οικογένειας τεττιγονίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. tettigonia < τεττιγόνιον + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
τεττιγόνια — τεττιγόνιον a small and voiceless kind of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγόνια — τὰ, Α (στον Αριστοτ.) τεττιγόνια (βλ. τεττιγόνιον). [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλη γρφ. τού τεττιγόνια, κατ επίδραση τού τρίζω (πρβλ. τρίγ λη)] … Dictionary of Greek
ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… … Dictionary of Greek