Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τεττιγοφόρος

См. также в других словарях:

  • τεττιγοφόρος — wearing a masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεττιγοφόρος — ον, Α τεττιγοφόρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • τεττιγοφόρον — τεττιγοφόρος wearing a masc/fem acc sg τεττιγοφόρος wearing a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεττιγοφόροι — τεττιγοφόρος wearing a masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • τεττιγοφορία — ἡ, Μ [τεττιγοφόρος] το να φορεί κάποιος χρυσούς τέττιγες …   Dictionary of Greek

  • τεττιγοφορώ — έω, Α [τεττιγοφόρος] φορώ χρυσούς τέττιγες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»