-
1 τετρ-όφθαλμος
τετρ-όφθαλμος, vieräugig, Tzetz.
-
2 τετρόφθαλμος
См. также в других словарях:
τετρόφθαλμος — ον. Μ αυτός που έχει τέσσερεις οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ὀφθαλμός (πρβλ. τρι όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
1 τετρ-όφθαλμος
τετρ-όφθαλμος, vieräugig, Tzetz.
2 τετρόφθαλμος
τετρόφθαλμος — ον. Μ αυτός που έχει τέσσερεις οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ὀφθαλμός (πρβλ. τρι όφθαλμος)] … Dictionary of Greek