-
1 τετράπηχυς
A , Ra. 1014; acc. pl. neut.- πήχη PCair.Zen.353.9
(iii B.C.):— four cubits (six feet) long, Hdt.7.69; of men, six feet high, tall fellows, Ar. ll.cc., cf. Pl.R. 426d, Philostr.Im.1.25; nom. [suff] τετρᾰ-πήχης, ες, Hdn. Gr.1.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράπηχυς
См. также в других словарях:
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
σαραντάπηχος — Επώνυμο γνωστής αθηναϊκής οικογένειας, που αναφέρεται και σαν Τεσσαρακονταπήχης. Η οικογένεια αυτή ήταν συγγενής με την αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Ειρήνη την Αθηναία, σύζυγο του Λέοντα Δ’ και μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ. Από την οικογένεια αυτή… … Dictionary of Greek