-
1 τετράποδ'
τετράποδα, τετράποδοςneut nom /voc /acc plτετράποδε, τετράποδοςmasc /fem voc sgτετράποδα, τετράπουςfour-footed: neut nom /voc /acc plτετράποδα, τετράπουςfour-footed: masc /fem acc sgτετράποδι, τετράπουςfour-footed: masc /fem /neut dat sgτετράποδε, τετράπουςfour-footed: masc /fem /neut nom /voc /acc dual -
2 τετραποδηδόν
τετρᾰποδ-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραποδηδόν
-
3 τετραπόδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραπόδης
-
4 τετραποδητί
τετρᾰποδ-ητί, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραποδητί
-
5 τετραποδία
τετρᾰποδ-ία, ἡ,A a measure or length of four feet, IG12.372.72, al., 42(1).109 ii 84, al. (Epid., iii B.C.); κατὰ -δίαν ib.7.4255.33 (Oropus, iv B.C.).II in Metric,τ. δακτυλική Heph.15.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραποδία
-
6 τετραποδίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραποδίζω
-
7 τετραποδισμός
τετρᾰποδ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραποδισμός
-
8 τετραποδιστής
A f.l. for τετραδισταί in EM754.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραποδιστής
-
9 τετραποδιστί
τετρᾰποδ-ιστί, Adv.A = τετραποδητί, Plu.2.241f, Luc.DMar. 7.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραποδιστί
-
10 τετράποδος
A v.l. for τετράπεδος in Arr.An.6.29.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράποδος
См. также в других словарях:
τετράποδ' — τετράποδα , τετράποδος neut nom/voc/acc pl τετράποδε , τετράποδος masc/fem voc sg τετράποδα , τετράπους four footed neut nom/voc/acc pl τετράποδα , τετράπους four footed masc/fem acc sg τετράποδι , τετράπους four footed masc/fem/neut dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυηδόν — (AM) επίρρ. 1. σαν καρύδι 2. φρ. «καρυηδὸν κάταγμα» συντριπτικό κάταγμα οστού με θρυμματισμό σε ορισμένο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ηδόν* (πρβλ. κλιμακ ηδόν, τετραποδ ηδόν)] … Dictionary of Greek