-
1 τετραπλασιεπίτριτος
τετραπλασιεπίτριτοςtimes as great: masc /fem nom sg -
2 τετραπλασιεπιδιμερής
A times as great (14:3): so [full] τετρᾰπλᾰσιεπίπεμπτος, ον, 4 1/5 times as great (21:5); [full] τετρᾰπλᾰσιεπιτέταρτος, ον, 4 1/4 times as great (17:4); [full] τετρᾰπλᾰσιεπιτετρᾰμερής, ές, 4 4/5 times as great (24:5); [full] τετρᾰπλᾰσιεπιτρῐμερής, ές, 4 3/4 times as great (19:4); [full] τετρᾰπλᾰσιεπίτρῐτος, ον, 4 1/3 times as great (13:3); [full] τετρᾰπλᾰσιεφήμῐσυς, υ, 4 1/2 times as great (9:2):—all found in, or implied by, Nicom.Ar.1.22, 23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραπλασιεπιδιμερής
См. также в других словарях:
τετραπλασιεπίτριτος — times as great masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασιεπίτριτος — ον, Α ο τέσσερεις και 1/3 φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραπλάσιος + ἐπίτριτος] … Dictionary of Greek
υποτετραπλασιεπίτριτος — ον, Α (για αριθμό) αυτός που είναι 4 1/3 φορές μικρότερος από κάποιον άλλο, λ.χ. 6:26. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τετραπλασιεπίτριτος «ο τέσσερεις και 1/3 φορές μεγαλύτερος»] … Dictionary of Greek