-
1 τετραπηχυς
-
2 τετράπηχυς
τετράπηχυςfour cubits: masc nom sg -
3 τετράπηχυς
A , Ra. 1014; acc. pl. neut.- πήχη PCair.Zen.353.9
(iii B.C.):— four cubits (six feet) long, Hdt.7.69; of men, six feet high, tall fellows, Ar. ll.cc., cf. Pl.R. 426d, Philostr.Im.1.25; nom. [suff] τετρᾰ-πήχης, ες, Hdn. Gr.1.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράπηχυς
-
4 τετράπηχυς,
τετρά-πηχυς, u. τετρα-πηχυαῖος, vier Ellen lang -
5 τετράπηχυ
τετράπηχυςfour cubits: masc voc sgτετράπηχυςfour cubits: neut nom /voc /acc sg -
6 τετραπήχεις
τετράπηχυςfour cubits: masc nom /acc pl -
7 τετραπήχεος
τετράπηχυςfour cubits: masc /neut gen sg -
8 τετραπήχεσι
τετράπηχυςfour cubits: masc /neut dat pl -
9 τετραπήχεσιν
τετράπηχυςfour cubits: masc /neut dat pl -
10 τετράπηχυν
τετράπηχυςfour cubits: masc acc sg -
11 τετραπήχει
τετραπήχεϊ, τετράπηχυςfour cubits: masc /neut dat sg -
12 τετραπήχεων
τετραπήχεω̆ν, τετράπηχυςfour cubits: gen pl
См. также в других словарях:
τετράπηχυς — four cubits masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράπηχυς — υ και τετραπήχης, άπηχες, Α 1. αυτός που έχει μήκος τεσσάρων πήχεων, δηλαδή έξι ποδών 2. αυτός που έχει πολύ ψηλό ανάστημα («ἄνδρες μεγάλοι καὶ τετραπήχεις», Αριστοφ.) 3. τετράγωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πῆχυς (πρβλ. δί πηχυς)] … Dictionary of Greek
τετράπηχυ — τετράπηχυς four cubits masc voc sg τετράπηχυς four cubits neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπήχεις — τετράπηχυς four cubits masc nom/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπήχεος — τετράπηχυς four cubits masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπήχεσι — τετράπηχυς four cubits masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπήχεσιν — τετράπηχυς four cubits masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράπηχυν — τετράπηχυς four cubits masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπηχυαίος — αία, ον, Α τετράπηχυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπηχυς + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετραπήχης — άπηχες, Α βλ. τετράπηχυς … Dictionary of Greek