Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τετριγότες

См. также в других словарях:

  • τετριγότες — τρίζω utter a shrill cry perf part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίζω — ΝΜΑ παράγω τριγμό, δηλαδή λεπτό, ξηρό και κραδαινόμενο ήχο, όπως ο ήχος τού πριονιζόμενου ξύλου (α. «τρίζει η πόρτα» β. «ταῡροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ ἐτετρίγει», Βάβρ.) νεοελλ. 1. φρ. α) «τρίζω τα δόντια σε κάποιον» μιλώ σε κάποιον αυστηρά και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»