-
1 τετρα-όργυιος
τετρα-όργυιος, vier Klafter lang, breit, D. C. 70, 4.
-
2 τετραόργυιος
τετρᾰ-όργυιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραόργυιος
-
3 τετραόργυιος
τετρα-όργυιος, vier Klafter lang, breit
См. также в других словарях:
τρισκαιδεκαόργυιος — και τρισκαιδεκόργυιος, ον, Α αυτός που έχει έκταση δεκατριών οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισκαίδεκα «δεκατρία» + όργυιος (<ὀργυιά), πρβλ. τετρα όργιος] … Dictionary of Greek