-
1 τετρα-πλάσιος
τετρα-πλάσιος, vierfach, viermal so viel wie, τινός, Plat. Legg. IX, 878 c u. öfter, u. Folgde.
-
2 ὑπο-τετρα-πλάσιος
ὑπο-τετρα-πλάσιος, viermal kleiner, Nicom. arithm. 1, 18.
-
3 τετραπλάσιος
τετρα-πλάσιος, vierfach, viermal so viel wie -
4 ὑποτετραπλάσιος
См. также в других словарях:
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek