Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τετραφαλαγγίᾳ

См. также в других словарях:

  • τετραφαλαγγία — τετραφαλαγγίᾱ , τετραφαλαγγία corps of four phalanxes fem nom/voc/acc dual τετραφαλαγγίᾱ , τετραφαλαγγία corps of four phalanxes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραφαλαγγίᾳ — τετραφαλαγγίᾱͅ , τετραφαλαγγία corps of four phalanxes fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραφαλαγγία — ἡ, Α στρατιωτικό σώμα από τέσσερεις φάλαγγες ή φάλαγγα διαιρεμένη σε τέσσερεις μοίρες, δηλαδή συνολικά από 16.384 άνδρες («ἄγειν διφαλαγγίαν ἤ τετραφαλαγγίαν ἁρμόζουσαν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φάλαγξ, αγγος + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • τετραφαλαγγίαν — τετραφαλαγγίᾱν , τετραφαλαγγία corps of four phalanxes fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετραφαλαγγάρχης — ὁ, Α ο διοικητής τής τετραφαλαγγιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραφαλαγγία + άρχης*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»