-
1 τετραφαλαγγία
τετραφαλαγγίᾱ, τετραφαλαγγίαcorps of four phalanxes: fem nom /voc /acc dualτετραφαλαγγίᾱ, τετραφαλαγγίαcorps of four phalanxes: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————τετραφαλαγγίᾱͅ, τετραφαλαγγίαcorps of four phalanxes: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 τετραφαλαγγια
-
3 τετραφαλαγγίᾳ
Βλ. λ. τετραφαλαγγία -
4 τετραφαλαγγία
τετρᾰφᾰλαγγ-ία, ἡ,A corps of four phalanxes or a phalanx in four divisions, i.e. of 16, 384 men, Plb.12.20.7, Arr.Tact.28.6, Ael.Tact.36.6, Polyaen.4.7.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραφαλαγγία
-
5 τετραφαλαγγία
τετρα-φαλαγγία, ἡ, vier Phalangen od. eine in vier Abteilungen geteilte Phalanx -
6 τετραφαλαγγίαν
τετραφαλαγγίᾱν, τετραφαλαγγίαcorps of four phalanxes: fem acc sg (attic doric aeolic) -
7 τετραφαλαγγάρχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραφαλαγγάρχης
См. также в других словарях:
τετραφαλαγγία — τετραφαλαγγίᾱ , τετραφαλαγγία corps of four phalanxes fem nom/voc/acc dual τετραφαλαγγίᾱ , τετραφαλαγγία corps of four phalanxes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραφαλαγγίᾳ — τετραφαλαγγίᾱͅ , τετραφαλαγγία corps of four phalanxes fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραφαλαγγία — ἡ, Α στρατιωτικό σώμα από τέσσερεις φάλαγγες ή φάλαγγα διαιρεμένη σε τέσσερεις μοίρες, δηλαδή συνολικά από 16.384 άνδρες («ἄγειν διφαλαγγίαν ἤ τετραφαλαγγίαν ἁρμόζουσαν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φάλαγξ, αγγος + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
τετραφαλαγγίαν — τετραφαλαγγίᾱν , τετραφαλαγγία corps of four phalanxes fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετραφαλαγγάρχης — ὁ, Α ο διοικητής τής τετραφαλαγγιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραφαλαγγία + άρχης*] … Dictionary of Greek