Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τετραρχία

См. также в других словарях:

  • τετραρχία — τετραρχίᾱ , τετραρχία tetrarchy fem nom/voc/acc dual τετραρχίᾱ , τετραρχία tetrarchy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραρχίᾳ — τετραρχίαι , τετραρχία tetrarchy fem nom/voc pl τετραρχίᾱͅ , τετραρχία tetrarchy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραρχία — Διοικητικό σύστημα που εφάρμοσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284 305) με αντικειμενικό σκοπό τον ουσιαστικότερο έλεγχο της αυτοκρατορίας, που τον 3o αι. μ.Χ. δοκιμάζεται από οξύτατη οικονομικο κοινωνική και πολιτική κρίση και από… …   Dictionary of Greek

  • τετραρχία — η 1. (στους αρχαίους Έλληνες), στρατιωτική διοίκηση τεσσάρων λόχων. 2. πολιτική διοίκηση τεσσάρων επαρχιών από τον τετράρχη. 3. (στους Ρωμαίους), διοίκηση του 1/4 μιας επαρχίας. 4. (στην Καινή Διαθήκη), πολιτική διοίκηση χώρας υποτελούς στη Ρώμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετραρχίας — τετραρχίᾱς , τετραρχία tetrarchy fem acc pl τετραρχίᾱς , τετραρχία tetrarchy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραρχίαι — τετραρχία tetrarchy fem nom/voc pl τετραρχίᾱͅ , τετραρχία tetrarchy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραρχίαν — τετραρχίᾱν , τετραρχία tetrarchy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тетрархия — (τετραρχία) в древнеэллинском мире четвертая часть области, управлявшаяся так назыв. тетрархом (tetrarcha, terrarches, τετράρχης). На Т. делилась древняя Фессалия: это были Фессалиотида, Фтиотида, Пелазгиотида и Гистиеотида. Филипп II Македонский …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • τετραρχιῶν — τετραρχία tetrarchy fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραρχίαις — τετραρχία tetrarchy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Aleuadae — The Aleuadae (Ancient Greek: polytonic|Ἀλευάδαι) were an ancient Thessalian family of Larissa who claimed descent from the mythical Aleuas.cite encyclopedia | last = Smith | first = William | authorlink = William Smith (lexicographer) | title =… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»