Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τετραπους

См. также в других словарях:

  • τετράπους — ουν, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. τέτραπος και κρητ. τ. τετράπος, ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος 2. αυτός που έχει μήκος ή έκταση τεσσάρων ποδών («ὧν ἕκαστον ἴσον τούτῳ ἐστὶ τῷ τετράποδι», Πλάτ.) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράπουν ζώο… …   Dictionary of Greek

  • τετράπους — τέτραπος masc/fem acc pl τετράπους four footed masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπόδεσσι — τετράπους four footed masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπόδεσσιν — τετράπους four footed masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράποδας — τετράπους four footed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράποδες — τετράπους four footed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράποδι — τετράπους four footed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράπος — τετράπους four footed masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράποσι — τετράπους four footed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράποσιν — τετράπους four footed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράπουν — τετράπους four footed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»