-
1 τετραμοιρία
τετραμοιρίᾱ, τετραμοιρίαa fourfold portion: fem nom /voc /acc dualτετραμοιρίᾱ, τετραμοιρίαa fourfold portion: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 τετραμοιρία
τετρᾰ-μοιρία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραμοιρία
-
3 τετραμοιρίας
τετραμοιρίᾱς, τετραμοιρίαa fourfold portion: fem acc plτετραμοιρίᾱς, τετραμοιρίαa fourfold portion: fem gen sg (attic doric aeolic) -
4 τετραμοιρίαν
τετραμοιρίᾱν, τετραμοιρίαa fourfold portion: fem acc sg (attic doric aeolic) -
5 τετραμοιρίαις
τετραμοιρίαa fourfold portion: fem dat pl -
6 τετραπλόος
A fourfold, Plu.Luc.2;τοῦ τετραπλοῦ μισθοῦ PSI9.1055.13
(iii A.D.); τὸ τ., = τετραμοιρία, X.An.7.6.7;ἀποδίδωμι τετραπλοῦν Ev.Luc.19.8
. Adv. . (Cf. ἁπλόος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραπλόος
См. также в других словарях:
τετραμοιρία — τετραμοιρίᾱ , τετραμοιρία a fourfold portion fem nom/voc/acc dual τετραμοιρίᾱ , τετραμοιρία a fourfold portion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραμοιρία — ἡ, Α [τετράμοιρος] τέσσερεις φορές μεγαλύτερη μοίρα ή μερίδα … Dictionary of Greek
τετραμοιρίας — τετραμοιρίᾱς , τετραμοιρία a fourfold portion fem acc pl τετραμοιρίᾱς , τετραμοιρία a fourfold portion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραμοιρίαν — τετραμοιρίᾱν , τετραμοιρία a fourfold portion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραμοιρίαις — τετραμοιρία a fourfold portion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλός — ή, ό / τετραπλοῡς, οῡν, ΝΑ, και λόγ. τ. τετραπλούς, ούν, Ν, και τετραπλόος, όη, ον, Α αυτός που επαναλαμβάνεται τέσσερεις φορές, ο τέσσερεις φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος, ο τετραπλάσιος νεοελλ. αυτός που αποτελείται από τέσσερα όμοια πράγματα … Dictionary of Greek