-
1 τετρακαιδεκετις
См. также в других словарях:
τετρακαιδεκέτις — ιδος, ἡ, Α βλ. τετρακαιδεκαέτης … Dictionary of Greek
τετρακαιδεκαέτης — άετες και δ. γρφ. αρσ. τετρακαιδεκέτης, θηλ. τετρακαιδεκέτις Α 1. αυτός που έχει διάρκεια δεκατεσσάρων ετών 2. αυτός που έχει ηλικία δεκατεσσάρων ετών («ἀδελφὴν... κόρην τετρακαιδεκέτιν... κατέθαψα», Ισοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + καί + δέκα… … Dictionary of Greek
τετρακαιδεκέτιν — τετρακαιδεκαέτης of fourteen years fem acc sg τετρακαιδεκέτις of fourteen years fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)