-
1 τετραγώνω
τετράγωνοςwith four angles: masc /fem /neut nom /voc /acc dualτετράγωνοςwith four angles: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————τετράγωνοςwith four angles: masc /fem /neut dat sg -
2 τετραγώνῳ
Βλ. λ. τετραγώνω -
3 τετραγώνωι
τετραγώνῳ, τετράγωνοςwith four angles: masc /fem /neut dat sg -
4 τετράγωνος
τετράγωνος, ον (τέτρα-, γωνία; Hdt. et al.; ins, pap, LXX, JosAs 2:17; Philo; Jos., Ant. 3, 116; 12, 227; loanw. in rabb.) pert. to having four sides and four right angles, (four)-square of a city ἡ πόλις τετράγωνος κεῖται the city is laid out as a square Rv 21:16 (Rome was originally built in this way acc. to Appian, Basil. 1a §9; Strabo 12, 4, 7 of Nicaea: ἔστι τῆς πόλεως ἑκκαιδεκαστάδιος ὁ περίβολος ἐν τετραγώνῳ σχήματι … τετράπυλος ἐν πεδίῳ κείμενος); but s. also below. Of stones that are to be used in a building (Appian, Mithrid. 30 §119; Arrian, Peripl. 2, 1; 1 Macc 10:11 v.l.; Jos., Ant. 20, 221) Hv 3, 2, 4; 3, 5, 1; Hs 9, 3, 3; 9, 6, 7f; 9, 9, 2; cp. v 3, 6, 6. Shaped like a cube of a tremendous rock Hs 9, 2, 1. Perh. Rv 21:16 (s. above) also has this sense.—Subst. neut. τὸ τετράγωνον rectangle, square (Pla. et al.; OGI 90, 45 [II B.C.]; POxy 669, 21) ἐν τετραγώνῳ in a square or rectangle Hv 3, 2, 5.—DELG s.v. γωνία. M-M. -
5 οὐλαμός
οὐλαμός, ὁ (mit εἴλη, εἴλλω, οὖλος zusammenhangend, vgl. Buttm. Lexil. II p. 159), ein Kriegshaufe, eine Schaar Krieger, bes. im Schlachtgelmmel; Hom. vrbdt stets οὐλαμὸς ἀνδρῶν, das Gewühl der Streitenden, Il. 4, 251. 273. 20, 113. 379 (Od. gar nicht); Nic. Th. 61) auch von einem Bienenschwarm, μελισσαῖος οὐλ. – Später ein Reitergeschwader, eine gewisse Anzahl Reiter, Pol. 6, 28, 3 u. öfter; Plut. Pomp. 71, der Lycurg. 23 berichtet εἶναι τὸν οὐλαμόν, ὡς Λυκοῦργος συνέστησεν, ἱππέων πεντήκοντα τὸ πλῆϑος ἐν τετραγώνῳ σχήματι τεταγμένων.
-
6 ουλαμος
ὅ1) толпа, масса(ἀνδρῶν Hom.)
2) улам, конный отряд Polyb.εἶναι τὸν οὐλαμὸν ἱππέων πεντήκοντα τὸ πλῆθος ἐν τετραγώνῳ σχήματι τεταγμένων Plut. — (по словам Гиппия, при Ликурге) улам представлял собой строй всадников численностью в 50 человек, построенных четырехугольником
См. также в других словарях:
τετραγωνώ — έω, Α [τετράγωνος] (για αστέρες) αποτελώ τετράγωνο με κάποιον άλλο («ὁ Ἄρης εἰ τετραγωνήσει τὸν Δία», ΨΛουκιαν.) … Dictionary of Greek
τετραγώνω — τετράγωνος with four angles masc/fem/neut nom/voc/acc dual τετράγωνος with four angles masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγώνῳ — τετράγωνος with four angles masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγώνωι — τετραγώνῳ , τετράγωνος with four angles masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
на — 1 (на50000) предл. I. С вин. п. 1.Употребляется при обозначении предмета, на поверхность которого направлено действие, движение с целью расположения, размещения кого л., чего л. на нем: платити... ѿ капи. и ѿ всѧкого вѣснаго товара. что кладѹть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek