-
1 τετραγωνική
-
2 τετραγωνικῇ
-
3 τετραγωνική
τετραγωνικόςof a square: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 εξάγω
(αόρ. εξήγαγα и εξήγαγον, παθ. αόρ. εξήχθηκα и εξήχθην) μετ.1) вынимать, вытаскивать, извлекать; 2) выдёргивать;εξάγω οδόντα — удалять зуб;
εξάγω καρφί — выдёргивать гвоздь;
3) выводить наружу (газ, воду и т. п.);4) эк вывозить, экспортировать; 5) делать вывод, заключение; 6) мат. извлекать (корень);εξάγ την τετραγωνική ρίζα — извлекать квадратный корень;
7) хим. выделять;εξάγομαι:
εξάγεται απρόσ. — можно сделать вывод, следует..., вытекает...
-
5 ρίζα
η1) е рази. знач корень;ρίζες τού δέντρου — корни дерева;
έχει εκατόν ρίζες εληές — у него сто корней маслины, сто оливковых деревьев;
ρίζα του δοντιού — корень зуба;
ρίζα της λέξης — корень слова;
ρίζα του κάκου — корень зла;
τετραγωνική (κυβική) ρίζα — квадратный (кубический) корень;
βγάζω ( — или εξάγω) τη ρίζα — извлекать корень;
πιάνω ( — или απλώνω) ρίζα — пускать корни;
χτυπώ το κακό στη ρίζα — или κόβω το κακό απ' τη ρίζα — пресекать зло в корне;
έχω βαθειές ρίζες — иметь глубокие корни;
2) перен. основание, база;ρίζα του βουνού — подножие горы;
3) мат., хим. радикал -
6 τετραγωνικός
η, ό[ν]1) квадратный, четырёхугольный;τετραγωνικό μέτρο — квадратный метр;
τετραγωνική ρίζα — квадратный корень;
2) перен. основательный; неопровержимый;τετραγωνικο επιχείρημα — неопровержимый довод;
§ τετραγωνικό μυαλό — светлая голова
См. также в других словарях:
τετραγωνικῇ — τετραγωνικός of a square fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνική — τετραγωνικός of a square fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικός — ή, ό / τετραγωνικός, ή, όν, ΝΑ [τετράγωνος] αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, τετράγωνος νεοελλ. 1. μτφ. ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος («τετραγωνικό επιχείρημα») 2. χημ. (για χαρακτηρισμό μιας μορφής υβριδίωσης) αυτή στην οποία συμμετέχουν τέσσερα… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
εκκρεμές — Κάθε σώμα που μπορεί να ταλαντεύεται, υπό την επίδραση του βάρους του, γύρω από άξονα (φυσικό ή σύνθετο ε.). Το απλόιδανικόμαθηματικό ε. αποτελείται από ένα υλικό σημείο Α (πρακτικά ένα σιδερένιο σφαιρίδιο), κρεμασμένο σε νήμα (το οποίο δεν είναι … Dictionary of Greek
κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… … Dictionary of Greek
Μάξγουελ, Τζέιμς Κλερκ — (James Clerk Maxwell, Εδιμβούργο 1831 – Κέιμπριτζ 1879). Άγγλος φυσικομαθηματικός. Είχε φανερώσει δείγματα ιδιαίτερης ευφυΐας από πολύ μικρή ηλικία (ήταν 14 ετών όταν παρουσίασε την πρώτη του εργασία). Ακολούθησε μαθήματα πρώτα στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
αγκίστρι — Μικρός μεταλλικός γάντζος, συνήθως από ατσάλι, που, εφοδιασμένος με δόλωμα, χρησιμοποιείται για ψάρεμα. Έχει μια ή περισσότερες ακίδες (κεντρίδες) και από το άλλο άκρο του, που μπορεί να είναι πεπλατυσμένο ή να έχει δακτύλιο, είναι δεμένο στην… … Dictionary of Greek