Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τετραγωνικῆς

См. также в других словарях:

  • τετραγωνικῆς — τετραγωνικός of a square fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετατόπιση — Ο όρος προσδιορίζει την αλλαγή τόπου ή θέσης, τη μετακίνηση. μ. ιόντων. Τα ιόντα ενός ηλεκτρολύτη μετακινούνται, όταν περάσει μέσα από αυτόν ηλεκτρικό ρεύμα και συμμετέχουν στη μεταφορά του ηλεκτρισμού. Τα κατιόντα και τα ανιόντα δεν κινούνται… …   Dictionary of Greek

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

  • γλήχωμα — (glechoma).Φυτό που ευδοκιμεί συνήθως στις παραμεσόγειες περιοχές. Είναι μικρή πόα, με βλαστούς τετραγωνικής τομής και με άνθη μικρά και γαλαζωπά. Στην Ελλάδα συναντάται ένα είδος γ. στα λιβάδια και τα θαμνώδη μέρη της Θράκης, της Μακεδονίας, της …   Dictionary of Greek

  • ελέπολις — Πολιορκητική μηχανή που επινόησε πρώτος ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (τέλη 4ου αι. π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τους Άραβες κ.ά. Απαρτιζόταν από έναν πολυώροφο ξύλινο πύργο τετραγωνικής κάτοψης, με ύψος… …   Dictionary of Greek

  • θεαίτητος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθηματικός (4ος αι. π.Χ.). Πέθανε νεότατος από αρρώστια που του μεταδόθηκε στον πόλεμο. Από τον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα, που είναι αφιερωμένος σε αυτόν, συνάγεται ότι υπήρξε μαθητής του Θεόδωρου του Κυρηναίου και …   Dictionary of Greek

  • καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • αυτόμορφη συνάρτηση — Μέθοδος για τη λύση εξισώσεων. Ονομάζονται επίσης και συναρτήσεις Φουξ, από το όνομα του μαθηματικού που γύρω στο 1870 μελέτησε το πρόβλημα της λύσης γραμμικών διαφορικών εξισώσεων της τάξης V. Οι συναρτήσεις αυτές αποτελούσαν λύσεις των… …   Dictionary of Greek

  • δοκιμασίες — Συστηματικές μέθοδοι ελέγχου, με τις οποίες εξετάζονται οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των υλικών που προορίζονται για κατασκευές ή η απόδοση και η καταλληλότητα μηχανών, τμημάτων τους, εγκαταστάσεων κλπ. (στην τελευταία περίπτωση αποκαλούνται… …   Dictionary of Greek

  • Θέων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από τη Σάμο (β’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Ο Κουιντιλιανός τον αναφέρει τις φαντασίες του. Από τους πίνακές του ονομαστοί είναι ο κιθαρωδός Θάμυρις, ο μαινόμενος Ορέστης και ένας οπλίτης που ορμά κατά του εχθρού.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»