-
1 квадратный
квадратный τετραγωνικός \квадратный метр το τετραγωνικό μέτρο* * *квадра́тный метр — το τετραγωνικό μέτρο
-
2 квадратный
1. мат. τετραγωνικός 2. (имеющий форму квадрата) τετράγωνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > квадратный
-
3 среднее
ο μέσ/ος όρ/οςвыше{}ниже{} - го πάνω/κάτω από το - ο - οРусско-греческий словарь научных и технических терминов > среднее
-
4 квадратный
квадрат||ныйприл1. мат τετραγωνικός:\квадратныйный корень ἡ τετραγωνική ρίζα· \квадратныйный метр τό τετραγωνικό μέτρο· \квадратныйное уравнение ἡ τετραγωνική ἐξίσωση [-ις]·2. (имеющий форму квадрата) τετράγωνος, τετράπλευρος:\квадратныйные скобки οἱ ἀγκύλες. -
5 квадратный
επ.1. τετράγωνος•квадратный стол τετράγωνο τραπέζι.
2. (μαθ.) τετραγωνικός•корень τετραγωνική ρίζα•
-ые меры μέτρα τετραγωνισμού επιφανείας•
квадратный метр τετραγωνικό μέτρο•
-ое уравнение τετραγωνική εξίσωση•
-ые скобки οι αγκύλες.
См. также в других словарях:
τετραγωνικός — of a square masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικός — ή, ό / τετραγωνικός, ή, όν, ΝΑ [τετράγωνος] αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, τετράγωνος νεοελλ. 1. μτφ. ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος («τετραγωνικό επιχείρημα») 2. χημ. (για χαρακτηρισμό μιας μορφής υβριδίωσης) αυτή στην οποία συμμετέχουν τέσσερα… … Dictionary of Greek
τετραγωνικός — ή, ό 1. τετράγωνος: Τετραγωνικό μέτρο. 2. στερεός, ακαταμάχητος: Τετραγωνικά επιχειρήματα. 3. φρ., «τετραγωνική ρίζα ενός αριθμού α», ο αριθμός που όταν πολλαπλασιαστεί με τον εαυτό του δίνει τον α … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετραγωνικά — τετραγωνικός of a square neut nom/voc/acc pl τετραγωνικά̱ , τετραγωνικός of a square fem nom/voc/acc dual τετραγωνικά̱ , τετραγωνικός of a square fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικῶν — τετραγωνικός of a square fem gen pl τετραγωνικός of a square masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικόν — τετραγωνικός of a square masc acc sg τετραγωνικός of a square neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικαῖς — τετραγωνικός of a square fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικαί — τετραγωνικός of a square fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικοῦ — τετραγωνικός of a square masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικούς — τετραγωνικός of a square masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικῆς — τετραγωνικός of a square fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)