-
1 τετρήμερος
τετρ-ήμερος, ον,A of four days: μετὰ τὴν τ. (sc. ἡμέραν ) after the fourth day, Arist.Pol. 1286a13, cf. PHib.1.115.22 (iii B.C.); [full] τεθρήμερον for four days, AP15.40.5 ([place name] Cometas): cf. τετραήμερος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετρήμερος
-
2 τετρήμερον
τετρήμεροςof four days: masc /fem acc sgτετρήμεροςof four days: neut nom /voc /acc sg -
3 τετραήμερος
τετρᾰ-ήμερος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραήμερος
См. также в других словарях:
τετρήμερος — και τεθρήμερος, ον, Α βλ. τετραήμερος … Dictionary of Greek
τετρήμερον — τετρήμερος of four days masc/fem acc sg τετρήμερος of four days neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραήμερος — η, ο / τετραήμερος, ον, ΝΜΑ, και τετρήμερος και τεθρήμερος και τεθήμερος, ον, Α 1. αυτός που διαρκεί τέσσερεις ημέρες 2. το ουδ. ως ουσ. το τετραήμερο(ν) χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών (μσν. αρχ.) αυτός που συμβαίνει κατά την τέταρτη μέρα.… … Dictionary of Greek
ՉՈՐԵՔՕՐԵԱՅ — (րէի, ից, իւք.) NBH 2 0579 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ա. τετρήμερος quatriduanus τεταρταῖος quartanus. Որ ինչ հայի ի միջոյ չորից աւուրց. եղեալն ի չորից աւուրց հետէ, եւ ի միջոցի նոյն չափ աւուրց, կամ յաւուրն չորրորդի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)