Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τετρά-ορος

См. также в других словарях:

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • u̯er-1, also su̯er- —     u̯er 1, also su̯er     English meaning: to bind, to attach     Deutsche Übersetzung: “binden, anreihen, aufhängen”, also zum Wägen, daher ‘schwer; Schnur, Strick”     Material: A. Gk. ἀείρω from *ἀFέρι̯ω (with Vorschlags α ), seit Homer also… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • σαραντάπηχος — Επώνυμο γνωστής αθηναϊκής οικογένειας, που αναφέρεται και σαν Τεσσαρακονταπήχης. Η οικογένεια αυτή ήταν συγγενής με την αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Ειρήνη την Αθηναία, σύζυγο του Λέοντα Δ’ και μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ. Από την οικογένεια αυτή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»