-
1 τετρά-μορος
τετρά-μορος, = τετράμοιρος, Nic. Th. 106.
-
2 τετράμορος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράμορος
См. также в других словарях:
τρίμορος — ον, Α τρίμοιρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μόρος (< μόρος), πρβλ. τετρά μορος] … Dictionary of Greek