-
1 τετράγλώχις
A with four angles, square,καὶ σὺ -γλώχιν.. Μαιάδος Ἑρμᾶ AP6.334
(Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράγλώχις
-
2 τετραγλωχις
См. также в других словарях:
τριγλώχιν — ινος, ο, η, ΝΜΑ, και τριγλώχις, ινος και σπάν. τ. ουδ. πληθ. τριγλώχινα, ΜΑ αυτός που έχει τρεις γλωχίνες, τρεις αιχμές («τριγλώχινα Σικελίαν», Πίνδ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο τριγλώχιν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει… … Dictionary of Greek