Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τετράδραχμος

См. также в других словарях:

  • τετράδραχμος — η, ο / τετράδραχμος, ον, ΝΜΑ, ουδ. και τετράαχμον και τετρᾱχμον Α 1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράδραχμο(ν) νόμισμα αξίας τεσσάρων δραχμών το οποίο κατά την αρχαιότητα χρησίμευε στις περισσότερες διεθνικές… …   Dictionary of Greek

  • τετραδράχμους — τετράδραχμος worth four drachmas masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραδραχμιαίος — αία, ον, Α 1. τετράδραχμος 2. (για τόκο) αυτός που αποδίδει τέσσερεις δραχμές κατά μία μνα μηνιαίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράδραχμος + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

  • τετράδραχμον — worth four drachmas neut nom/voc/acc sg τετράδραχμος worth four drachmas masc/fem acc sg τετράδραχμος worth four drachmas neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SICLUS — Hebr. Shekel, nummus apud Hebraeos argenteus frequens, duplex erat, Siclus Regius, seu communis, quem laicum vocavit Pagninus, et Siclus Sacer seu Sanctuarii, quorum hie τετράδραχμος ille δίδραχμος, fuit. Siclo Sanctuarii communiter insculpta… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετράαχμον — τὸ, Α βλ. τετράδραχμος …   Dictionary of Greek

  • τετράχμον — τὸ, Α βλ. τετράδραχμος …   Dictionary of Greek

  • τετραδράχμοις — τετράδραχμον worth four drachmas neut dat pl τετράδραχμος worth four drachmas masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραδράχμου — τετράδραχμον worth four drachmas neut gen sg τετράδραχμος worth four drachmas masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραδράχμων — τετράδραχμον worth four drachmas neut gen pl τετράδραχμος worth four drachmas masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»