-
1 τεταρτημορίω
-
2 τεταρτημορίῳ
См. также в других словарях:
τεταρτημορίῳ — τεταρτημόριον fourth part neut dat sg τεταρτημόριος holding a masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 τεταρτημορίω
2 τεταρτημορίῳ
τεταρτημορίῳ — τεταρτημόριον fourth part neut dat sg τεταρτημόριος holding a masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)