-
1 τέταρτος
τέταρτος, ep. auch τέτρατος, der vierte; Hom. in beiden Formen; auch Pind.; τὸ τέταρτον, auch zusammengeschrieben τοτέταρτον, zum vierten Mal, Il. 5, 438. 16, 705; τετάρτως, viertens, Plat. Tim. 86 a; vgl. Lob. Phryn. 311; – ἡ τετάρτη, ein Maaß für flüssige Dinge, ein Quart, Her. 6, 57. – Aber sc. ἡμέρα, der vierte Tag, Hes. O. 802.
См. также в других словарях:
τετάρτως — Α επίρρ. βλ. τέταρτος … Dictionary of Greek
τετάρτως — τέταρτος fourth adverbial τέταρτος fourth masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… … Dictionary of Greek
ՔԱՌՈՐԴ — (ի, աց.) NBH 2 0994 Chronological Sequence: 6c, 12c ա. Չորրորդ. քառեակ. τέταρτος, άρτη, τον quartus, a, um. *Քառորդն՝ երրորդին է յայտնագոյն: Յորս առ ʼի քեզ քառորդ վտակ՝ յորդահոսան գետ հոլովի. Անյաղթ պորփ.: Շ. եդես.: *Ի յեփրատայ պարագրելի՝ որ յա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)