-
1 τετάρπετο
A v. τέρπω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετάρπετο
-
2 τετάρπετο
τετάρπετο, τεταρπώμεσθα, τεταρπόμενος: see τέρπω.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τετάρπετο
-
3 τετάρπετο
τέρπωdelight: aor ind mid 3rd sg (epic) -
4 τεταρπώμεσθα
τετάρπετο, τεταρπώμεσθα, τεταρπόμενος: see τέρπω.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τεταρπώμεσθα
-
5 τεταρπόμενος
τετάρπετο, τεταρπώμεσθα, τεταρπόμενος: see τέρπω.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τεταρπόμενος
-
6 τέρπω
Aτέρπῃσι 17.385
: [dialect] Ion. [tense] impf.τέρπεσκον Q.S.7.378
, AP9.136 ([place name] Cyrus): [tense] fut. , etc.: [tense] aor.ἔτερψα h.Pan.47
, E.Heracl. 433, Pl.Lg. 658b:—the [voice] Pass. and [voice] Med. have a fivefold [tense] aor.,2 [dialect] Ep. ἐτάρφθην, τάρφθην, Od.6.99, 19.213, 251, 21.57.3 [dialect] Ep. ἐτάρπην, τάρπην, 23.300, Il.11.780, al.; inf.ταρπῆναι Od.23.212
, and ταρπήμεναι ib. 346, Il.24.3; subj. τρᾰπείω, [dialect] Ep. [ per.] 1pl. τρᾰπείομεν (v. infr. 11.2).4 [dialect] Ep. also ἐταρπόμην, only in [ per.] 1pl. subj.ταρπώμεθα Od.4.295
, al.; also redupl. through all moods,τετάρπετο Il.19.19
, 24.513;τεταρπώμεσθα Od.11.212
, Il.23.10,98;τεταρπόμενος Od. 1.310
, al.5 [tense] aor. 1 ἐτερψάμην, in [dialect] Ep. subj.τέρψομαι 16.26
(but τέρψομαι is [tense] fut. [voice] Med. in Il.20.23, S.Fr. 677); opt. ; part.τερψάμενος Od.12.188
:—delight, gladden, cheer,ὅ κεν τέρπῃσιν ἀείδων 17.385
;τῇ [φόρμιγγι] ὅ γε θυμὸν ἔτερπεν Il.9.189
, al.;πεσσοῖσι.. θυμὸν ἔτερπον Od.1.107
;καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις Il. 15.393
;τοὐμὸν.. τ. κέαρ S.Tr. 1246
; θοίνῃ σε τ. Achae.17; ἡ ἀγγελίη.. ἔτερψε [ αὐτούς] Hdt.8.99; sts. in [dialect] Att. Prose, ἔπεσι.. τὸ αὐτίκα τέρψει will give momentary pleasure, Th.2.41, cf. Pl.Lg. 658b, 658e, etc.; τ. τὴν ἀκοήν, τὰς ἀκοάς, Phld.Po.5.26,28; ἧλιξ τέρπει τὸν ἥλικα, prov. in Pl.Phdr. 240c, etc.: abs., give delight, Od.1.347, 8.45, S.Aj. 475; τὰ τέρποντα delights, Id.OC 1217 (lyr.); ῥήματα τέρψαντά τι ib. 1281;οἱ τέρποντες λόγῳ ῥήτορες Th.3.40
;τὰ τέρψοντα X.Ages.9.4
.II more freq. in [voice] Pass. and [voice] Med.,1 in [dialect] Ep. the [tense] aor. [voice] Pass. is used, c. gen. rei, have full enjoyment of, enjoy to one's heart's content,ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Il.11.780
;ἐπεὶ τάρπησαν ἐδωδῆς Od.3.70
;σίτου τάρφθεν 6.99
; ; ὕπνου, εὐνῆς ταρπήμεναι, 24.3, Od.23.346; φιλότητος ἐταρπήτην ib. 300; ἥβης ταρπῆναι ib. 212: metaph., take one's fill of lamentation,τεταρπώμεσθα γόοιο Il.23.10
,98, Od. 11.212, cf. 19.213, 21.57.2 enjoy or delight oneself, c. dat. instr.,φρένα τ. φόρμιγγι Il.9.186
;μύθοισι Od.23.301
;δαιτί 1.26
;γόῳ φρένα 4.102
;δίσκοισιν Il.2.774
;ἐν θαλίῃς Od.11.603
, Hes.Op. 115; φιλότητι (or ἐν φ.)τραπείομεν εὐνηθέντε Il.3.441
, 14.314 (whereas in the phrase λέκτρονδε τραπείομεν εὐνηθέντες (v.l. -θέντε), Od.8.292, the form τραπείομεν seems to be taken by the poet as belonging to τρέπω, though others retain the usu. sense by connecting λέκτρονδε with εὐνηθέντες or by punctuating after λέκτρονδε); so in Trag.,λαμπάδι τερπόμεναι A.Eu. 1042
(lyr.), cf. S.OC 1140, etc.; delight in, (Egypt, i A.D.);τοῖς εὐώδεσι Sor. 2.29
; : c. part.,λόγοις.. οἷς σὺ μὴ τέρψῃ κλύων S.Ant. 691
;τέρπεται τιμώμενος E.Ba. 321
; τί ἂν.. ἀκούσας τερφθείης; X.Mem.2.1.24: abs., πῖνε καὶ τέρπευ drink and be merry, Hdt.2.78.3 with internal acc., οἴην μοῖραν δέκα μοιρέων τέρπεται ἀνήρ has only one tenth part of the enjoyment, Hes.Fr. 162;κενὴν ἐτερπόμην.. τέρψιν S.Fr. 577
;τέρπου κενὴν ὄνησιν E.Or. 1043
.4 freq. with words which limit its sense,θυμῷ Il.19.313
, Od.16.26;θυμόν Il.21.45
;κατὰ θυμόν Hes.Op.58
, 358;φρένα Il.1.474
, Od.4.102, etc.;φρεσὶν ᾗσι τετάρπετο Il.19.19
, cf. Od.5.74;ἐνὶ φρεσίν 8.368
;τεταρπόμενος φίλον κῆρ 1.310
;ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται Pi.P.2.74
. (Cf. Skt. trpnoti 'take one's fill', Causative tarpáyati 'delight (trans.)', Opruss. ka enterpo.. ? 'what is the use of..?', Goth. paurfts, OE. pearf 'benefit', Goth. parf 'I need'.) -
7 γυῖον
γυῖον, τό, das Glied, verwandt mit γύης, γύαλον, ursprünglich also wohl Bezeichnung solcher Stellen des Leibes, wo eine Biegung, eine Krümmung stattfinden kann, Ellenbogen, Knie u. dgl. Bei Hom., welcher das Wort nur in den Formen γυῖα und γυίων hat, γυίων Iliad. 24, 514 Odyss. 6, 140. 10, 363, γυῖα sehr oft, bezeichnet es, nach Aristarchs Beobachtung, Lehrs Aristarch. 119, ausschließlich Hände und Füße: γυῖα δ' ἔϑηκεν ἐλαφρά, πὀδας καὶ χεῖρας ὕπερϑεν Iliad. 5, 122. 13, 61. 23, 772; οὐ γὰρ ἔτ' ἔμπεδα γυῖα, φίλος, πόδες, οὐδ' ἔτι χεῖρες ὤμων ἀμφοτέρωϑεν ἐπαΐσσονται ἐλαφραί Iliad. 23, 627; daselbst Scholl. Aristonic. und Nicanor., vom Epitomatorin Eins verschmolzen, ἡ διπλῆ, ὅτι ἀπὸ τοῠ γάρ ἦρκται, τὸ αἰτιατικὸν προτάξας· καὶ ὅτι ἐπεξηγήσατο τὴν ἔμπεδα γυῖα λέξιν. βραχὺ δὲ διασταλτέον ἐπὶ τὸ φίλος, ὅτι ὡς εἴρηται, ἐπεξηγεῖται τὰ γυῖα, ὅτι πόδες καὶ χεῖρες: von βραχύ an Nicanor, das δέ und das ὡς εἴρηται vom Epitomator eingeschoben; Iliad. 24, 514 αὐτὰρ ἐπεί ῥα γόοιο τετάρπετο δῖος Ἀχιλλεύς, καί οἱ ἀπὸ πραπίδων ἦλϑ' ἵμερος ἠδ' ἀπὸ γυίων, Scholl. Aristonic. ἀϑετεῖται· προείρηται γὰρ ἱκανῶς διὰ τοῦ »αὐτὰρ ἐπεί ῥα γόοιο«· καὶ ἀκύρως τέϑειται τὸ γυίων· οὐ γὰρ οὕτως λέγει πάντα τὰ μέλη, ἀλλὰ μόνον τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας; Iliad. 13, 512 οὐ γὰρ ἔτ' ἔμπεδα γυῖα ποδῶν ἦν ὁρμηϑέντι, οὔτ' ἄρ' ἐπᾱῖξαι μεϑ' ἑὸν βέλος οὔτ' ἀλέασϑαι, genitiv. definitiv. γυῖα ποδῶν, die πόδες sind die γυῖα; Iliad. 8, 34 ὑπό τε τρόμος ἔλλαβε γυῖα; 13, 435 πέδησε δὲ φαίδιμα γυῖα; 7, 6 καμάτῳ δ' ὑπὸ γυῖα λέλυνται; 10, 390 ὑπὸ δ' ἔτρεμε γυῖα. – Pind. Pyth. 3. 52 dativ. plur. γυίοις; N. 7, 73 singul. γυῖον (vgl. Theocr. 22, 121); Ol. 8, 68 für σῶμα, wie Hippocr.; Luc. Tragödop. 297; – μητρὸς γυῖα, Mutterschoß, H. h. Merc. 20; Callim. Dian. 25. – Selten in Prosa bei Sp., wie Plut. Arist. 14 οὐ μόνον στέρνα καὶ κεφαλὴν ἀλλὰ καὶ τὰ γυῖα.
См. также в других словарях:
τετάρπετο — τέρπω delight aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)