-
1 τεσσαρεσκαίδεκα
A fourteen, the first part remaining unaltered even with a neut. Subst., asἔτεα τεσσερεσκαίδεκα Hdt.1.86
; or with a gen.,μέχρι τῶν τεσσαρεσκαίδεκα Hp. Morb.3.16
:—but sts. the first part changed its gender,τέσσαρα καὶ δέκα Simon.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρεσκαίδεκα
-
2 τεσσαρεσκαιδεκα
-
3 τεσσαρεσκαίδεκα
τεσσαρεσκαίδεκαfourteen: masc /fem pl -
4 τεσσαρεσκαιδεκαέτης
A = τεσσαρεσκαιδεκέτης, Sammelb. 7440.28 (ii A.D.); as fem.,ἡλικία Ph.1.45
: fem. [suff] τεσσᾰρεσκαιδεκα-έτις, ιδος, ἡλικία Gal.6.60
, 165.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρεσκαιδεκαέτης
-
5 τετταρεσκαίδεκα
τεσσαρεσκαίδεκα, τεσσαρεσκαίδεκαfourteen: masc /fem pl -
6 τεσσαρακαίδεκα
τεσσαρεσκαίδεκαfourteen: neut pl -
7 τεσσερεσκαίδεκα
τεσσαρεσκαίδεκαfourteen: masc /fem pl (ionic) -
8 τεσσαρεσκαιδεκάγωνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρεσκαιδεκάγωνος
-
9 τεσσαρεσκαιδεκάεδρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρεσκαιδεκάεδρον
-
10 τεσσαρεσκαιδεκάμηνον
A period of fourteen months, PCair. Zen.507.25 (iii B.C., abbrev.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρεσκαιδεκάμηνον
-
11 τεσσαρεσκαιδεκάπηχυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρεσκαιδεκάπηχυς
-
12 τεσσαρεσκαιδεκάσημος
A of fourteen time-units, Aristid. Quint.1.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρεσκαιδεκάσημος
-
13 τεσσαρεσκαιδεκασύλλαβος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρεσκαιδεκασύλλαβος
-
14 δεκατεσσαρες
-
15 τεσσαρακαιδεκα
-
16 τεσσαρακαίδεκ'
τεσσαρακαίδεκα, τεσσαρεσκαίδεκαfourteen: neut pl -
17 τετταρακαίδεκα
τεσσαρακαίδεκα, τεσσαρεσκαίδεκαfourteen: neut pl -
18 τεσσαρακαίδεκα
A v. τεσσαρεσκαίδεκα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρακαίδεκα
-
19 τεσσαρεσκαιδεκέτης
τεσσᾰρεσκαιδεκέτης, ες,A fourteen years old, Plu.Aem.35: fem. in the form [suff] τεσσᾰρεσκαιδεκα-δεκαέτις (q.v.); cf. τεσσαρακαιδεκέτης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρεσκαιδεκέτης
-
20 Fourteen
adj.V. τεσσαρεσκαίδεκα, V. δὶς ἕπτα (Eur., H.F. 1327).Fourteen years old: P. τετρακαιδεκέτις (with fem. subs.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fourteen
См. также в других словарях:
τεσσαρεσκαίδεκα — fourteen masc/fem pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρεσκαίδεκα — και τεσσαρακαίδεκα και ιων. τ. τεσσερεσκαίδεκα, oἱ, αἱ, τὰ, Α ο αριθμός δεκατέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρες, α / τέσσερες + καί + δέκα] … Dictionary of Greek
τετταρεσκαίδεκα — τεσσαρεσκαίδεκα , τεσσαρεσκαίδεκα fourteen masc/fem pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακαίδεκα — τεσσαρεσκαίδεκα fourteen neut pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσερεσκαίδεκα — τεσσαρεσκαίδεκα fourteen masc/fem pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
τεσσαρακαίδεκα — οἱ, αἱ, τὰ, Α (αριθμ.) βλ. τεσσαρεσκαίδεκα … Dictionary of Greek
τεσσαρεσκαιδέκατος — και τεσσαρακαιδέκατος και τεσσαρασκαιδέκατος και ιων. τ. τεσσερεσκαιδέκατος και αττ. τ. τετταρεσκαιδέκατος, εκάτη, ον, Α ο δέκατος τέταρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + κατάλ. τος (πρβλ. δέκατος)] … Dictionary of Greek
τεσσαρεσκαιδεκάγωνος — ον, Α αυτός που έχει δεκατέσσερεις γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + γωνος (< γωνία), πρβλ. πεντά γωνος] … Dictionary of Greek
τεσσαρεσκαιδεκάεδρον — τὸ, Α (γεωμ.) στερεό με δεκατέσσερεις έδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + εδρον (< ἕδρα), πρβλ. ὀκτά εδρον] … Dictionary of Greek
τεσσαρεσκαιδεκάκις — Α επίρρ. δεκατέσσερεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πεντ άκις)] … Dictionary of Greek